Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Κεφ.2 Εξόφληση παλαιών χρεών

ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΧΡΕΩΝ
19/3/2005, Άγιος Βασίλειος Κορινθίας

Ο καιρός έδειχνε να φτιάχνει από το πρωί. Η ΕΜΥ υποσχόταν λιακάδα και για την Κυριακή αλλά με μηδέν μέγιστη για την Πελοπόννησο, την Ανατολική Στερεά και την Εύβοια. Ταξίδεψες μια ώρα χωρίς σκιά πάνω στην κόκκινη Veradero των οκτακοσίων πενήντα κυβικών στη χιονισμένη διαδρομή μέχρι τον Αϊ Βασίλη, με τον ήλιο να μπήγει δυνατά τα δόντια του πάνω από τη δερμάτινη στολή του μοτοσικλετιστή που σου έκανε δώρο ο πατέρας σου όταν απολύθηκες από τον στρατό. Έφτασες νωρίς, δεν κατάλαβες ότι περνούσε διαφορετικά ο χρόνος στο ρολόι από τον άλλο, τον εσωτερικό που διαμορφώνεται από τις σκέψεις και τα ερωτήματα της λίστας που άφησες χθες στο γραφείο και που η πιθανή ή απίθανη απάντηση στο κάθε ένα δημιουργούσε αυτόματα νέα, μεγαλώνοντας έτσι τον αριθμό των ερωτημάτων με εκθετικό ρυθμό.
Ένας καυτός καφές και η ζεστασιά του ήλιου μέσα από την τζαμαρία της καφετέριας στην πλατεία Αγίου Βασιλείου δεν ήταν ικανά να σε βγάλουν από τις σκιές των αμφιβολιών για το αν πράγματι θα εμφανιστεί στις 17.15μμ ακριβώς ο οδηγός με την λιβρέα και το υπηρεσιακό του καπέλο για να σε οδηγήσει στα κτήματα του Λάσκου ή, αντί γι’ αυτόν, ένα τσούρμο μεταπτυχιακοί που θα σπάνε πλάκα τώρα από το παρατηρητήριο τους κάπου εκεί έξω. Κοίταξες ερευνητικά για τις πιθανές τους κρυψώνες στα γύρω μαγαζιά της πλατείας. Όλα κλειστά αυτή την ώρα κάτω από σφαλιστά παράθυρα κατοικιών εμπόρων, συμβολαιογραφικών γραφείων και αντιπροσωπειών ασφαλιστικών εταιριών, μόνο αυτό το καφενείο έμενε ανοικτό. Έριξες μια ματιά διακριτικά στους θαμώνες πίσω από την πλάτη σου. Μια παρέα μεσήλικων έπαιζε σιωπηλά δηλωτή πάνω στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα και το γκαρσόνι συμπλήρωνε απορροφημένος σε δελτία Πάμε Στοίχημα την πρόβλεψή του στο Μεταπτυχιακοί φαρσέρ- Λάσκος, που παίζονταν πλέον με πιθανότητα 2 προς 13.
Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ σταμάτησε έξω από το καφενείο στις 17.15 ακριβώς κρύβοντας την θέα από τα τεκταινόμενα στην έρημη πλατεία εκείνη τη στιγμή. Αποβιβάστηκε μόνο ένας νεαρός κουρεμένος σαν νεοσύλλεκτος φαντάρος και αναχώρησε αμέσως για τον επόμενο σταθμό του προς την Νεμέα αφήνοντας πίσω ένα μαύρο σύννεφο, που από μέσα του αποκαλύπτονταν ένα πράσινο Land Rover που είχε παρκάρει εν τω μεταξύ ακριβώς μπροστά. Ο οδηγός του, ένας πενηντάρης κοντούλης με ψηλές δερμάτινες μπότες, έδειχνε απογοητευμένος βλέποντας το λεωφορείο να φεύγει. Βγήκες έξω από την κρυψώνα σου και τον πλησίασες.
«Είστε ο κύριος Φωτεινός;» ρώτησε διστακτικά και με έκδηλη την αποδοκιμασία στα μάτια του για την μαύρη δερμάτινη στολή, τις μπότες και το κράνος που ήταν περασμένο στο χέρι σου.
Τον διαβεβαίωσες ευγενικά ότι, να μα την Παναγία, αυτός είσαι παρά τις φήμες για το αντίθετο.
«Έχετε να μου δείξετε κάποια ταυτότητα που να το αποδεικνύει;» ρώτησε με ένα μείγμα αποφασιστικότητας και χωριάτικης πονηράδας που είχε σαν αποτέλεσμα να σου μείνουν στο κεφάλι λιγότερα μαλλιά από όσα είχε ο αδειούχος νεοσύλλεκτος φαντάρος που κατέβηκε από το λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Έδειξες ταυτότητα, την εξέτασε προσεκτικά από τις δυο πλευρές, άλλαξε ύφος άρδην.
«Ο κύριος Λάσκος σας περιμένει. Παρακαλώ να περάσουμε στο αυτοκίνητο. Οι αποσκευές σας;»
Εξήγησες ότι έχεις την μηχανή, θα μπορούσες να τον ακολουθήσεις. Ανένδοτος, έπρεπε να σε μεταφέρει ακριβώς σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε λάβει, δεν το συζητούσε, αναγκάστηκες να κλειδώσεις την μηχανή και να πάρεις το σακ βουαγιάζ παραμάσκαλα. Σε όλη την χωμάτινη διαδρομή ανάμεσα στα χιονισμένα μποστανο-χώραφα και τα αμπέλια το κρατούσες σφιχτά στο στήθος όσο και το στόμα σου, η κατάσταση είχε αρχίσει να σε εκνευρίζει. Δέκα λεπτά αργότερα το Land Rover σταμάτησε μπροστά στην σιδερένια πύλη που χώριζε τον χωματόδρομο από τον φιδίσιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο που οδηγούσε προς την κορυφή του δρόμου ανάμεσα από ένα πολύ περιποιημένο αμπελώνα. Ο οδηγός σου κατέβηκε, πληκτρολόγησε κάμποσα ψηφία στο καντράν ελέγχου της εισόδου και έβαλε σε κίνηση το βαρύ όχημα ανάμεσα στην πύλη που άνοιγε υπάκουα στην εντολή του.
«Φτάνουμε» σε πληροφόρησε δείχνοντας με ένα νεύμα το πέτρινο σπίτι στην κορυφή του λόφου που δέσποζε στον γύρω κάμπο και που εμφανίστηκε ξαφνικά μετά την δεύτερη φουρκέτα. Πλησιάζοντας έδειχνε μεγαλύτερο, κάστρο σωστό, χτισμένο με κόκκινη λαξευμένη πέτρα, ίδια στο χρώμα των σημείων του λόφου που έμεναν ακάλυπτα από χιόνι. Γύρω από την υπέροχη τοιχοποιία που χτίστηκε με τέχνη που μάλλον έχει εκλείψει πλέον, ένας περιποιημένος αγγλικός κήπος άφηνε έντονη την εντύπωση ότι οι ένοικοι αυτού του εξοχικού σπιτιού κρατούσαν από παλιό τζάκι. Μια μυρωδιά από κυπαρισσόξυλο που κάπνιζε στην καπνοδόχο του ψηλά στην κεραμοσκεπή, διαπέρασε διακριτικά τα ερεθισμένα από το κρύο ρουθούνια σου. Άφησες να σε οδηγήσει στο εσωτερικό του σπιτιού από την είσοδο που δέσποζε μετά την ημικυκλική σκάλα, προσέχοντας να πατάς στα βαθουλώματα στο ροζ μάρμαρο των σκαλιών που δημιούργησε η πολύχρονη χρήση της από όλους τους προηγούμενους ενοίκους. Τον άφησες να μεταφέρει το σακ βουαγιάζ που ξεκόλλησε αμήχανα και χωρίς καμία ιδιαίτερη αντίσταση από το μαύρο πέτσινο μπουφάν.
Ο Λάσκος περίμενε στο επιβλητικό χολ για να σε υποδεχτεί. Ψηλός με νευρώδες και καλογυμνασμένο λεπτό σώμα, με το περιποιημένο λευκό γενάκι του όπως τον θυμώσουν αμυδρά, αλλά αυτή την φορά να σου κάνει εντύπωση αντιστρόφως ανάλογη με τον γύρω διάκοσμο. Μαυρισμένος από τον ήλιο, με ένα ξεθωριασμένο τζιν παντελόνι, ένα ευρύχωρο λευκό πλεκτό πουλόβερ του αγγλικού εμπορικού ναυτικού και με αθλητικά παπούτσια σου χαμογελούσε άνετος απλώνοντας χείρα καλωσορίσματος.
«Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω κύριε Φωτεινέ» είπε. «Θα θέλατε να αλλάξετε με κάτι πιο άνετο στον ξενώνα που σας έχουμε ετοιμάσει και να πιούμε ένα ζεστό στην βιβλιοθήκη σε δέκα λεπτά;»

Περίμενε στο καθιστικό της βιβλιοθήκης με τα γεμάτα μαονένια ράφια από δερματοδεμένα βιβλία που έφταναν μέχρι το ταβάνι, μπροστά στο σερβίτσιο του τσαγιού και στα βουτήματα. Πρόσφερε θέση και τσιγάρο, πήρες την θέση απέναντι από την δερμάτινη πολυθρόνα που είχε χωθεί βαθειά μέσα της, τα τσιγάρα τα απέφευγες.
«Από πού είναι η καταγωγή σας κύριε Φωτεινέ;»
«Κατάγομαι από το Γαλαξίδι από τον πατέρα μου και από την Σάμο από την πλευρά της μητέρας μου» δήλωσες σερβίροντας καυτό τσάι στην κούπα από φίνα πορσελάνη.
«Γνωρίζετε την ιστορία της οικογένειας του πατέρα σας κύριε Φωτεινέ; Ποιες ήταν οι ασχολίες του παππού και του προπάππου σας;»
«Απ’ όσα μου έχουν διηγηθεί ο πατέρας μου και ο παππούς μου πριν πεθάνει, ο προπάππους μου, ό Καπετάν Ανδρέας, ήταν ναυτικός, είχε δικό του καΐκι στο Γαλαξίδι. Ο παππούς μου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις θάλασσες και τα ξερονήσια.»
«Μήπως θυμόσαστε το όνομα του καϊκιού που είχε ο παππούς σας;»
Άρχισες να αισθάνεσαι πάλι άβολα σαν να συνεχιζόταν, με πιο διακριτικό τρόπο είναι αλήθεια αυτή τη φορά, η πλήρης εξακρίβωση των στοιχείων της ταυτότητάς σου. Θυμήθηκες τις οικογενειακές ιστορίες για τον Αρχάγγελο, το καΐκι του καπετάν Ανδρέα που χάθηκε σε ναυάγιο στον Κορινθιακό μαζί με τον καπετάνιο του, όλο το πλήρωμα και το φορτίο της σταφίδας που μετέφερε πριν από εκατό χρόνια και βάλε. Διασώθηκε μόνο ο παππούς σου που κολύμπησε στα δώδεκά του όλη την νύχτα μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα και τον βρήκαν να περιπλανιέται ξυπόλυτος την επόμενη στην παραλία του Αιγίου. Τον θυμάσαι αυτόν τον παππού αμυδρά να σου διηγείται στα τελευταία του, πριν είκοσι πέντε χρόνια, για εκείνο το βροχερό πρωινό στο Αίγιο που έψαχνε να βρει τα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρίας που είχε ναυλώσει τον Αρχάγγελο για να δηλώσει το ναυάγιο. Επανέλαβες την διήγηση απρόθυμα.
«Ο πατέρας σας συνεχίζει να ασκεί ακόμα το επάγγελμα του επιγραφοποιού στο Γαλαξίδι;» ρώτησε συνεχίζοντας ακάθεκτος στο προανακριτικό του έργο δείχνοντας ότι έχει ψάξει πολύ για σένα. Θύμωσες.
«Όχι, επιγραφοποιός ήταν μέχρι πριν δέκα χρόνια, ταυτόχρονα έκανε τον μπογιατζή για να μας ζήσει και για να μπορώ να σπουδάσω. Σήμερα είναι συνταξιούχος και αγιογραφεί ξωκλήσια» είπες με έντονο ύφος. Αποφάσισες να περάσεις στην αντεπίθεση ρωτώντας με ένα ποιο ήρεμο τόνο που αντέγραφε τον δικό του όταν διατύπωσε τις προηγούμενες ερωτήσεις.
«Σήμερα γυρίσατε από την Νότιο Αφρική κύριε καθηγητά;». Ήπιες μια γουλιά τσάι κοιτώντας τον κατευθείαν μέσα στα μάτια.
Έδειξε να ξαφνιάζεται, το σώμα του πήρε αμέσως αμυντική θέση μέσα στην δερμάτινη πολυθρόνα. Σε κοίταξε καχύποπτα με τα διαπεραστικά του μάτια που έδειχναν το ξεθωριασμένο τους γαλάζιο να αμφιταλαντεύεται έντονα έτσι περικυκλωμένο από το ηλιοκαμένο πρόσωπο από τον ήλιο του νότιου ημισφαίριου.
«Πως γνωρίζετε ότι ήμουν στην Νότιο Αφρική;» ρώτησε με ύφος φανερά ενοχλημένο και ανήσυχο.
«Έκανα μια μικρή έρευνα πριν αποφασίσω να έρθω να σας συναντήσω μετά από το αδικαιολόγητο και ακατανόητο για μένα μήνυμα- πρόσκλησή που μου στείλατε για να βεβαιωθώ για την αυθεντικότητα του» είπες με την αυτοκυριαρχία σου να έχει πάρει την συνήθη θέση της πίσω από εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο που ήξερες πολύ καλά να το χειρίζεσαι. «Το μήνυμα που μου στείλατε προχθές γύρω στις δέκα το πρωί από το yahoo, το στείλατε από ένα υπολογιστή που βρίσκεται κάπου κοντά στο Κέιπ Τάουν, μέσω του server ενός πάροχου ίντερνετ της Νότιας Αφρικής. Άρα ήταν σχετικά απλό να υποθέσω ότι επιστρέψατε στην Ελλάδα σήμερα το πρωί στις δέκα μέσω Ρώμης με την Alitalia, μιας και δεν υπήρχε άλλη πτήση με εύκολη ανταπόκριση με το Ελευθέριος Βενιζέλος εκτός από αυτή. Κρίνοντας τώρα από την ωρίμανση της φωτιάς στο τζάκι σας, δεν πρέπει έχετε και πολύ ώρα που φτάσατε στο κτήμα σας για να με υποδεχτείτε με τις ερωτήσεις σας για το γενεαλογικό μου δέντρο. Πρώτη θέση ταξιδέψατε κύριε καθηγητά;» Ρούφησες μια χορταστική μπουκιά υπέροχο τσάι συνεχίζοντας να τον κοιτάς τον στα μάτια.
«Χαίρομαι που επιβεβαιώνεται την φήμη σας ως ενός πολύ μεθοδικού και προσεκτικού ερευνητή νέε μου. Και λυπάμαι αφάνταστα αν σας έφερα σε δύσκολη θέση με τις διατυπώσεις που ζήτησα να κάνει ο οδηγός μου πριν σας παραλάβει και με τις ερωτήσεις που σας έκανα πριν. Πιστέψτε με όμως, δεν ήταν στην πρόθεσή μου. Διαπίστωσα μόλις τώρα ότι, όσο και να το προσπαθήσω, θα μείνω εκτός της δικής σας ψηφιακής εποχής, εγώ ο αφελής εκπρόσωπος της γενιάς του ραδιοφώνου, που δεν μπορώ να εννοήσω πόσο εύκολα μπορεί να εντοπιστεί κάποιος όταν χρησιμοποιεί όλα αυτά τα θαυμαστά μέσα επικοινωνίας που μας έχουν κατακλύσει. Σας διαβεβαιώνω ότι θα σας εξηγηθούν όλα κατά την διάρκεια του δείπνου που θα πάρουμε στην τραπεζαρία στις εννέα.»
«Καταπληκτικό σπίτι, πότε χτίστηκε;» ρώτησες για να αλλάξεις το κλίμα και για να δείξεις ότι πήρες το σαφές μήνυμα συγνώμης του συνομιλητή σου.
«Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι στα γύρω χωριά βλέπουν τους κατοίκους αυτού του σπιτιού σαν λόρδους ή δεν ξέρω και εγώ σαν τι άλλο ανάλογο, η αλήθεια είναι ότι η ιστορία αυτού του σπιτιού και της οικογένειάς μου δεν δικαιολογεί ούτε αυτούς τους φανταστικούς τίτλους ούτε το ύφος του σπιτιού. Ο δικός μου παππούς κύριε Φωτεινέ ήταν ένας απλός αγωγιάτης και μικροκαλλιεργητής σταφίδας στον Άγιο Βασίλειο. Είχε όμως την τύχη, όπως και όλοι οι κάτοικοι της Βόρειας Πελοποννήσου, να μην χτυπήσει η φυλλοξέρα τα αμπέλια του, όταν κατάστρεψε το 1861 όλα τα αντίστοιχα στην Ισπανία, την Νότιο Γαλλία και την Ιταλία. Μονοπωλήθηκαν από την, μέχρι τότε, μίζερη τοπική παραγωγή οι αγορές κρασιού και σταφίδας της Ευρώπης για τα επόμενα τριάντα χρόνια, πλούτισαν απότομα οι γύρω περιοχές, έγιναν πόλεις με υποδομές το Αίγιο και η Πάτρα, άνθισε το εμπόριο, και χτιστήκαν τα αρχοντικά. Αυτός ο παππούς όμως είχε την διορατικότητα να καταλάβει ότι αυτή η εποχή θα είχε τέλος, κάποτε τα κατεστραμμένα αμπέλια των ανταγωνιστών θα ανέκαμπταν. Επένδυε τα κέρδη από τις καλλιέργειες και τις μεταφορές στις μετοχές της Εταιρίας Εξόρυξης Μεταλλείων του Λαυρίου, πριν παίξει ο Συγγρός το παιχνίδι με τις μετοχές της στο τότε χρηματιστήριο που οδήγησε στα Λαυρεωτικά, την μεγαλύτερη αναλογικά χρηματιστηριακή και πολιτική κρίση στην ιστορία του Ελληνικού κράτους, μιας και οι επιπτώσεις άφησαν την σφραγίδα τους στον τόπο για πολλές δεκαετίες. Ο παππούς αυτός, όταν όλοι έτρεχαν ζαλισμένοι να αγοράσουν μετοχές από τον Συγγρό, πουλούσε τις δικές του και αγόραζε αργότερα συστηματικά τα κτήματα που έχουμε σήμερα από τους χρεοκοπημένους παραγωγούς της σταφιδικής κρίσης του 1893 που τροφοδότησαν το πρώτο μεταναστευτικό κύμα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και έτσι, από την απλή σκέψη και την διορατικότητα του χωριάτη, βλέπετε το σπίτι αυτό που χτίστηκε από τα τεράστια κέρδη του το 1899. Συνέβαλε σε αυτό και ο έρωτάς του με μια μικρούλα υπηρέτρια, την γιαγιά μου, που την έκανε δεύτερη γυναίκα του μετά τον θάνατο της πρώτης του συζύγου. Η γιαγιά αυτή ήθελε να εντυπωσιάσει εξορκίζοντας την ταπεινή καταγωγή της με μεγαλεία. Ακολούθησε τις τάσεις στην αρχιτεκτονική και την αποικιακή διακόσμηση που ήταν τότε στην μόδα, έφερε ξένους αρχιτέκτονες και υλικά και έχουμε σήμερα αυτό το αισθητικό αποτέλεσμα. Έτσι κατανοείτε ότι παρά τον πολύ άνετο τρόπο ζωής που εξασφάλισε η πρόνοια αυτού του παππού και η τύχη του στις δύο επόμενες γενιές, όντας ιστορικός, δεν θα μπορούσα να αγνοήσω την πραγματική ιστορία της οικογένειάς μου και να υποκριθώ ένα ρόλο που δεν της αρμόζει. Ελπίζω να καταλαβαίνετε ότι δεν ήταν στις προθέσεις μου να σας φέρω σε δύσκολη θέση με τις ερωτήσεις μου για την δική σας οικογένεια.»
Σκάλισε την φωτιά στο τζάκι, πρόσφερε πούρο και κονιάκ και άναψε και αυτός ένα. Η αρχική ένταση της συζήτησης είχε αρχίσει να αντικαθίσταται από ένα στοιχειώδες κλίμα ειλικρίνειας που θα επέτρεπε την συνέχεια της σε μια ισότιμη βάση. Άφησες τα σωρευμένα ερωτηματικά σου γι’ αργότερα και την πρωτοβουλία στον οικοδεσπότη.
«Μιλήστε μου γι’ αυτή την γενιά του ίντερνετ που μου είναι τόσο ακατανόητη κύριε Φωτεινέ. Αυτή νομίζω μελετάτε, κρίνοντας από τις δημοσιευμένες ερευνητικές σας εργασίες που εντόπισα στο διαδίκτυο.»
Έδειχνε να κατανοεί σε βάθος την μεθοδολογία της τέχνης της επικοινωνίας με τις εύστοχες ερωτήσεις του και με τις γνώσεις που έδειχνε να κατέχει πάνω στις τεχνικές ανάλυσης των αγορών. Πέρασαν δύο ώρες με ανάλυση και κριτική στο οικονομικό, στο κοινωνιολογικό και στο ψυχαναλυτικό υπόδειγμα που προσπαθεί να ερμηνεύσει και να προβλέψει την αγοραστική συμπεριφορά των τμηματοποιημένων αγορών, με τις μεθόδους έρευνας των τάσεων ζήτησης στους παραδοσιακούς και τους σύγχρονους διαύλους διανομής και με την σύνδεση της έννοιας του προϊόντος με την αξία της πληροφορίας και την εικόνα του. Έτσι μοιραία αναφέρθηκες στον Πορφύρη και την πρωτοποριακή εργασία του πάνω στην στρατηγική της αντιστροφής στην διαφήμιση, την ώρα που αναγγέλθηκε η ετοιμότητα της τραπεζαρίας για το δείπνο.
«Πληροφορήθηκα για την εξαφάνιση του αγαπητού μου συναδέλφου, τραγικό. Μας περιμένει όμως το δείπνο» δήλωσε αποφασιστικά βάζοντας έτσι ένα προσωρινό τέλος στην συζήτηση. Η καλοσυνάτη μαγείρισσα είχε ετοιμάσει μια καυτή άσπρη σούπα με τραχανά και αυγοτάραχο που την είχε γαρνίρει με σπαράγγια και φρέσκα κρεμμυδάκια. Ακολούθησε μια καταπληκτικά παρουσιασμένη σαλάτα από πέταλα παντζαριού ντυμένη με σάλτσα από πράσινο τσάι για να φτάσετε με σωστά προετοιμασμένους ουρανίσκους στο κύριο πιάτο με τα κοτοπουλάκια τα μαγειρεμένα με ελιές και δεντρολίβανο που σερβιρίστηκαν με πουρέ σελινόριζας και με την συνοδεία ενός υπέροχου μαύρου κρασιού από την παραγωγή του κτήματος του Λάσκου. Ο ιστορικός της τέχνης έδειχνε να απολαμβάνει το δείπνο του συνοδεύοντάς το με διακριτικές αναλύσεις στις λεπτομέρειες του τρόπου προετοιμασίας και παρασκευής κάθε πιάτου και με τις τεχνικές πειραματικής οινοποιίας που έχει υιοθετήσει για τα κρασιά που ωριμάζουν στα κελάρια του υπογείου. Η παρέλαση των πιάτων της γαλλικής κουζίνας που αναδείκνυαν σωστά τις γεύσεις των τοπικών προϊόντων διακόπηκε από ένα συγκλονιστικό panforte, συνταγή της Σιένα από τον δέκατο τρίτο αιώνα, με φουντούκια, αμύγδαλα, μοσχοκάρυδο, κόλιαντρο, ξερά σύκα, φλούδα πορτοκαλιού και λεμονιού σε σωστές αναλογίες, μέλι, διάφορα σπάνια πιπέρια και κανέλα πριν περάσετε να πάρετε τον καφέ espresso στο σαλόνι.
«Ας έρθουμε τώρα αγαπητέ μου στον λόγο που σας κάλεσα σήμερα. Δεν θα γνωρίζετε ενδεχομένως ότι η οικογένειά μου είχε εμπορικές σχέσεις με τους ναυτικούς προγόνους σας. Σήμερα θα επιθυμούσα να ξοφλήσω ένα παλιό μας χρέος.»
Έφερε ένα παλιό χοντρό βιβλίο με λογιστικές εγγραφές από την βιβλιοθήκη και ένα φάκελο από το γραφείο του. Τα ακούμπησε με ευλάβεια στο τραπεζάκι του σαλονιού και συνέχισε.
«Ο προπάππος σας Ανδρέας Φωτεινός, ιδιοκτήτης και καπετάνιος του καϊκού Αρχάγγελος νηολογίου Γαλαξιδίου, μετέφερε το εμπόρευμα της παραγωγής του δικού μου παππού στο Αίγιο, έχοντας λάβει την εντολή να το παραδώσει στην Ελληνική Εμπορική Εταιρία Ατμοπλοίων του Σκαλτσούνη. Το εμπόρευμα είχε ασφαλιστεί στην ναυλοασφαλιστική εταιρία Σεκιάρη-Βαλλιάνου και η οικογένειά μου εισέπραξε μετά την απώλεια του φορτίου το αντίτιμο του εμπορεύματος στο ακέραιο, μετά την μαρτυρική κατάθεση του δωδεκάχρονου ναυτόπαιδα του Αρχάγγελος Κωνσταντίνου Φωτεινού για το ναυάγιο. Πριν από το τελευταίο μοιραίο μπάρκο του Αρχάγγελος, είχε μείνει ανεξόφλητο ένα ποσό στον Ανδρέα Φωτεινό που αντιστοιχούσε σε προηγούμενες μεταφορές φορτίων σταφίδας. Το ποσό αυτό, μαζί με τους τόκους, αναλογεί σήμερα στο ποσό των 84.541 ευρώ περίπου. Συγχωρήστε με αν τα επιτόκια που χρησιμοποίησα δεν είναι τα απολύτως ακριβή αλλά η έρευνά μου δυσκολεύτηκε πολύ με τα ελλιπή αρχεία του τραπεζικού μας συστήματος, ιδιαίτερα των πρώτων χρόνων ανατοκισμού μέχρι το 1928 που ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος. Μπορείτε αν θέλετε να κάνετε και εσείς τους σχετικούς ελέγχους στις λογιστικές εγγραφές αυτού του βιβλίου, φαίνονται οι δοσοληψίες και το υπόλοιπο του 1892 που έμεινε ανεξόφλητο προς το Αρχάγγελος. Ακολουθώντας την τελευταία επιθυμία του παππού μου να εξοφληθεί το εν λόγω χρέος στον παππού σας ή στους κληρονόμους του έκανα την σχετική έρευνα και έτσι δεχτήκατε προχθές αυτή την αδικαιολόγητη και ακατανόητη πρόσκλησή μου, όπως πολύ εύστοχα σπεύσατε να την χαρακτηρίσετε. Εξεπλάγην και εγώ όταν ανακάλυψα ότι το άτομο που θα ήταν ο αποδέκτης της τελευταίας επιθυμίας του παππού μου ήταν συνάδελφος μου στο Πανεπιστήμιο, αλλά ξέρετε ότι αυτά συμβαίνουν στην ζωή. Έγγραφα που τεκμηριώνουν τις εντολές που εκτελώ θα βρείτε στον φάκελο πάνω στο τραπεζάκι μαζί με τα μετρητά που σας αναλογούν. Θα κατανοείτε τώρα την άκομψη προσπάθειά μου να σιγουρευτώ για την ταυτότητά σας που ξέρω ότι σας ενόχλησε. Δεν θα ήθελα όμως ποτέ να καταλήξουν αυτά τα χρήματα σε λάθος χέρια, με καταλαβαίνετε. Ελπίζω ότι στα δικά σας θα βρουν γόνιμη χρήση μιας και μπορούν να βοηθήσουν να ολοκληρώσετε με άνεση το ερευνητικό σας έργο. Θα σας παρακαλούσα τώρα να μου επιτρέψετε να αποσυρθώ. Θα πρότεινα να συνεχίσουμε την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτησή μας αύριο μετά το πρωινό που θα σερβιριστεί στο αίθριο στις εννέα. Καληνύχτα σας.»
Γύρισε την πλάτη απότομα και έφυγε σαν κυνηγημένος χωρίς να περιμένει ούτε την δική σου καληνύχτα. Η έκπληξη για την εξέλιξη αυτής της συνάντησης κάλυψε τις γεύσεις από τα διαδοχικά συναισθήματα που ανεβοκατέβαιναν στο στομάχι σου μαζί τον απόηχο του αυγοτάραχου, του κόλιανδρου και του δεντρολίβανου που πάλευαν με τα σπάνια πιπέρια και την κανέλα να αναδειχθούν πάλι στο προσκήνιο. Άνοιξες τον φάκελο, δεσμίδες με χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ και τα ψιλά, ήσουν σίγουρος ότι θα είναι πολύ καλά μετρημένα. Την προσοχή σου τράβηξαν τα δύο έγγραφα που βρίσκονταν στον ίδιο φάκελο και που, κατά την δήλωση του ιστορικού της τέχνης, περιλάμβαναν τις επιθυμίες του εντολέα του και που θα απαντούσαν και στα τελευταία αναπάντητα ερωτήματα της αρχικής λίστας που είναι πάνω στο γραφείο σου στο Πανεπιστήμιο. Το ένα, χειρόγραφο, έγραφε:

«Αγαπητέ φίλε Φαίδωνα,
Θα σε παρακαλούσα να παραδώσεις το μήνυμα της Τελευταίας Πράξης, μαζί με το ποσό που θα αντιστοιχεί από την ρευστοποίηση των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που θα βρεις σε αυτό το φάκελο, στον συνεργάτη μου στο Πανεπιστήμιο Κώστα Φωτεινό, όχι νωρίτερα από την παρέλευση ενός χρόνου από την αποστολή του μηνύματος μου που θα βρεις στην ηλεκτρονική γραμματοθυρίδα σου στο Πανεπιστήμιο. Θα επιθυμούσα το παρόν μήνυμα να το προστατέψεις ως άκρως εμπιστευτικό, ότι και να ακουστεί για μένα στο μέλλον.
Είμαι βέβαιος ότι κάποτε θα με συγχωρέσεις για την ταλαιπωρία.
Ο μαθητής σου
Σπύρος Πορφύρης
20/3/2004»

Γούρλωσες τα μάτια περισσότερο διαβάζοντας και την άλλη επιθυμία του εντολέα του, αυτή τυπωμένη σε εκτυπωτή, την ώρα που το αγγλικό ρολόι της εισόδου χτυπούσε με το γκονγκ μεσάνυχτα και που έγραφε:

Από: prof.S. Porfiris [s.porfiris@uoat.edu.gr] Απεστάλη: Σάββατο 20 Μαρτίου 2004, 11:57 μ.μ.
Προς: prof. F.Laskos [mailto:f.laskos@.uoat.edu.gr]
Θεμα: Τελευταία Πράξη

Χαιρετώ το Σκοτάδι, τον παλιό μου φίλο.

Ήρθα να σου μιλήσω ξανά, στο τέλος μιας ζωής γεμάτης με μυστικά. Κάποια μου τα εμπιστεύτηκαν άλλοι και άλλα δικά μου. Τα τελευταία, αυτά που οδηγούν σε όλα τα άλλα, τα έκρυψα καλά απ’ όλους τους, μη παραπέσουν σε λάθος χέρια και εξαφανιστούν για πάντα, εκεί που κυριαρχεί ο ήχος της σιωπής, εκεί που συνομιλούν χωρίς να ακούγεται λαλιά και τραγουδούν τραγούδια με λόγια ανείπωτα το όνομα του θεού που ονόμασαν αυτό το μέρος. Έκρυψα μια άκρη τους μέσα σε ένα τομάρι από ένα ινδιάνικο κριάρι που το έθαψα βαθειά στο παρτέρι με τις μαργαρίτες, κλειδώνοντας το με το κλειδί που είναι κάτω απ’ το 11.

Εκεί συνομίλησα μία φορά με την ομίχλη για τον δικό μου φόβο και για τον κίνδυνο να ξαπλωθεί η σιωπή μου όπως ο καρκίνος. Αν μπορέσεις να κοιτάξεις πίσω από εικόνα της, αυτή που φυλάχτηκε για σένα απέναντι, θα μάθεις γι’ αυτά που εγώ δεν ήξερα.

H τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχονται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. H λύπη μου γι' αυτό το έγκλημα με σκοτώνει. Όλα πλέον μου έχουν αποκαλυφθεί. Κατάλαβα το μεγάλο κακό που έκανα σε όλους μας, ανακάλυψα το μυστικό που έκρυβε μέχρι τώρα καλά κλειδωμένο ο Άγιος Ρόκκος στα αρχεία του και που τα εξηγεί όλα.

Αποφάσισα να φύγω αυτοθέλητα για πάντα, σιγοσφυρίζοντας τον σκοπό μου. Ελπίζω να με συγχωρήσεις που σε αφήνω να τον συνεχίσεις μόνος αυτή τη φορά.

Σπύρος Πορφύρης
Καθηγητής Πανεπιστημίου

ΥΓ. Ο Σοφός Γέροντας θα σου αποκαλύψει ότι και σε μένα και δεν πρόλαβα να σου τα διδάξω.

Ανέβηκες τρεκλίζοντας στον ξενώνα μαζί με τα περιεχόμενα του φακέλου. Διάβασες και ξαναδιάβασες αμέτρητες φορές τα δύο μηνύματα του Πορφύρη προσπαθώντας να βάλεις τα πράγματα σε κάποια τάξη, να κατανοήσεις που πατάς και που βρίσκεσαι, ποια εκδοχή της ιστορίας με τα χρήματα είναι αληθινή, τι θέλει να πει ο Πορφύρης με το τελευταίο, γεμάτο ασυναρτησίες τρελό του μήνυμα και τι σχέση έχουν με τις ιστορίες που σ’ ετάισε όλο το βράδυ ο Λάσκος.
Στο τελευταίο σου όνειρο, αυτό που είδες πριν ξυπνήσεις τα ξημερώματα μούσκεμα στον ιδρώτα από τον ανήσυχο ύπνο, είδες τον παππού σου πάλι δωδεκάχρονο να κολυμπάει μέσα στα κύματα για να παραδώσει το μήνυμα. Δίπλα του κολυμπούσε ο Πορφύρης ενθαρρύνοντας τον να μην εγκαταλείψει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου