Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Κεφ.10 Τολμώντας για το αδύνατο

ΤΟΛΜΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ
1/8/2003 Καλογρέζα- Καλαμάκι

Για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω, αποφάσισα σε αυτό εδώ το αρχείο θα καταγράφω σκέψεις μου και κάποια συμβάντα που θα τα θεωρώ σημαντικά ή υπεύθυνα για την πρόκληση των προηγούμενων. Και όπως σε κάθε τυπικό ημερολόγιο, ας ξεκινήσω με τα συμβάντα της σημερινής ημέρας, αυτά που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφασή μου να ξαναγράψω ημερολόγιο.

Ήμασταν από τις τέσσερις και μισή το απόγευμα μαζί, είχαμε να βρεθούμε οι τρεις μας σχεδόν είκοσι χρόνια. Συναντηθήκαμε στην κηδεία στο Δεύτερο Νεκροταφείο στην Ριζούπολη σε ένα πανάθλιο μπαράκι μπροστά σε ένα τραπέζι με άδεια ποτήρια μπύρας. Εκεί γύρω στις δέκα, κάναμε για πρώτη φορά αναφορά στον Βασίλη με το όνομά του, αυτόν που θάψαμε σήμερα εδώ παρακάτω. Κανείς μας δεν είχε τολμήσει τόσες ώρες να μιλήσει για τον Βασίλη ή για τα φοιτητικά μας χρόνια, να πει μια κοινοτυπία, έστω από αυτές που λένε σε τέτοιες περιπτώσεις. Με τα μάτια λες είχαμε συνεννοηθεί να μην μιλήσουμε ούτε για τον κοινό φίλο ούτε για τα κοινά χρόνια, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι χώρια. Γύρισε η κουβέντα αλλού αμέσως, ρώτησα με τι ασχολούνται.

Ούτε ο Χρήστος ο Τσακ, ούτε ο Όμηρος, που πάλι να πίνουν ανέλπιστα μαζί μου, δεν έκαναν κάτι σχετικό στη ζωή τους με αυτό που υποτίθεται ότι σπούδασαν στην ίδια σχολή μαζί με τον Βασίλη. Ο Βασίλης έκανε τον μαθηματικό τα πρώτα χρόνια μετά το πτυχίο, πριν τα παρατήσει και ασχοληθεί με αυτό που αγαπούσε πάντα, την μουσική. Ήταν ο πρώτος που δεν άντεξε την πίεση από τις σοφές συμβουλές του Φαράκου προς την νεολαία για τα τρίγωνα και τα τετράγωνα, το τι θα ακούμε και πως θα λέμε αυτά που δεν σκεφτόμασταν. Τους τα βρόντηξε κάτω το ογδόντα έξι και δεν ξανάκουσε από τότε ρεμπέτικο, παρόλο που αγαπούσε υπερβολικά τα μπλουζ του νότου. Εγώ τον ακολούθησα το ογδόντα εφτά όταν τέλειωνα το μάστερ στην Αμερική και άκουσα τα μπλουζ για πρώτη φορά. Ο Βασίλης άφησε το φροντιστήριο και άλογο-ουρά, πρόλαβε και άλλαξε τρεις μηχανές, η τελευταία μια γυαλιστερή Χάρλεϋ Φατ μπόυ που τώρα θα έμενε κλειδωμένη στο γκαράζ στο πατρικό του στο Νέο Ηράκλειο. Γύρισε όλο τον κόσμο, έκανε τη διαδρομή του Τσε με μηχανή, γέμισε με εικόνες και ήχους αλλοτινούς και παντρεύτηκε μετά την συμφοιτήτριά του την Νέτα, το άγιο δισκοπότηρο για όλα τα αρσενικά της Φυσικομαθηματικής όπως συνηθίζαμε να λέμε. Φοβερά δύσκολο να βρεις ταίρι τότε σε σχολές όπως η Φυσικομαθηματική και η Πολυτεχνική. Όλο στην Φιλοσοφική και στο δικό μου Τμήμα του Οικονομικού αλητεύανε όλοι και έτσι γνωριστήκαμε. Σε μας η αναλογία αγόρια- κορίτσια ήταν ακριβώς πενήντα-πενήντα. Ποτέ δεν χωρίσαμε με τον Βασίλη, όταν ήθελε να με βρει με έβρισκε, το ίδιο έκανα και εγώ όταν ήθελα να πω κάτι στον κολλητό μου. Έκανε καμιά δεκαριά πετυχημένες παραγωγές δίσκων με καινούργια ροκ γκρουπάκια, παιδιά δεν έκανε γιατί δεν ήταν ακόμα η ώρα του, και μετά αποφάσισε έτσι ξαφνικά και χωρίς να ειδοποιήσει κανένα ότι ήταν ώρα να την κοπανήσει. Καρδιά είπαν οι γιατροί, σιγά μην ήξεραν αυτοί τι καρδιά είχε ο Βασίλης.

Αυτά σκεφτόμουν όση ώρα ο Όμηρος, πετυχημένος ρεπόρτερ του οικονομικού ρεπορτάζ και γνωστό παπαγαλάκι της Σοφοκλέους, προσπαθούσε να πείσει με όλη την δημοσιογραφική εμπειρία που απόκτησε αυτά τα χρόνια τον Χρήστο, τον τρίτο αυτής της ετερόκλιτης παρέας, τον πάλαι ποτέ θεωρητικό καθοδηγητή ειδικευμένο στον διαλεκτικό υλισμό και έγκυρο, πλέον, κριτικό γεύσεων στους κύκλους των γευσιγνωστών της Αθήνας. Ισχυρίζονταν ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είχε προκαθοριστεί από τις αποφάσεις του εικοστού συνεδρίου το πενήντα έξι ενώ ο πρώην υπεύθυνος διαφώτισης της Κομματικής Οργάνωσης επιχειρηματολογούσε παράλληλα, χωρίς να ακούει τον άλλο, τα ρίχνει όλα στην πολιτική του Γκορμπατσόφ. Λες και είχαν αφήσει οι δυο τους αυτή την ιδεολογική κόντρα στην μέση από το ογδόντα δύο. Τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα έλεγαν τώρα, όπως και τότε. Διαφωνούσαν περισσότερο για να διαφωνούν παρά για να πείσει ο ένας τον άλλο. Με την μόνη διαφορά όμως πως τότε η διαφωνία τους ήταν για το αν ήταν το παλλαϊκό κράτος στάδιο πριν από τον κομμουνισμό ή ο ίδιος ο κομμουνισμός. Δείχνουν με αυτά που λένε, και όχι με αυτά που κάνουν για να ζήσουν, σαν να μην έχουν καταλάβει ότι έχει μεσολαβήσει το ογδόντα εννέα, το ενενήντα ένα και όλες οι άλλες χρονιές που έφεραν τα πάνω κάτω. Δεν θυμάμαι αν τους έκανε παρέα αυτούς τους δυο ο Βασίλης μετά που πήραμε τα πτυχία και χωρίσαμε, δεν μου τους είχε αναφέρει ποτέ όλα αυτά τα χρόνια. Πως πρόλαβαν και έμαθαν για την κηδεία; Ίσως ξετρύπωσε την είδηση εκείνη η αλεπουδόφατσα ο δημοσιογράφος ο Όμηρος από τα κοινωνικά της εφημερίδας του. Και συνηθισμένοι από την παλιά κομματική παράδοση, ήρθαν για το κονιάκ με το κουλουράκι. Αναγούλιασα, θα έφταιγε η μπύρα.

Δέκα και δέκα άναψαν τα φώτα που φωτίζουν τον απέναντι τοίχο του Εσπερινού Γυμνάσιου, ρυθμισμένα μάλλον να ανάβουν την ώρα που σχόλναγε το σχολείο για να φεύγουν οι μαθητές του με ασφάλεια. Ήταν εκεί όλη την ώρα αλλά μόλις τώρα μπορώ να διακρίνω ένα γκράφιτι δουλεμένο από κάποιον με πολύ ταλέντο. Σίγουρα θα ξόδεψε πολλά ο τύπος σε μπογιές για να κάνει το ιδιότυπο κέφι του και τον όγκο του Εσπερινού να δείχνει πιο ανθρώπινος, με κάποιο μέτρο τέλος πάντων. Κάτι ξέρω από χρώματα και την ζωγραφική, όχι όμως γι’ αυτό το είδος ζωγραφικής. Είμαι σίγουρος όμως ότι ο καλλιτέχνης που υπογράφει με ένα Jason, είχε χρησιμοποιήσει ακρυλικά πάνω σε υπόστρωμα που το είχε δουλέψει πριν με λαδομπογιά. Είχε δώσει ο μάγκας όγκο στο γκράφιτι και μια τρίτη διάσταση εκπληκτική. Αυτό που βλέπω είναι ζωγραφική ζωντανή, η λαϊκή ζωγραφική των μετα-βιομηχανικών μεγαλουπόλεων του εικοστού πρώτου αιώνα. Ζωγραφική διαμαρτυρίας που βάλθηκε να καταστρέψει με άμεσο τρόπο κάθε φτηνή αρχιτεκτονική που λέει ότι είναι μοντέρνα ή μεταμοντέρνα στα λόγια αλλά που, χωρίς ψυχή και φαντασία, τελικά δημιουργεί όγκους χειρότερους και από την φασιστική αρχιτεκτονική του Μουσολίνι και ένα ψυχοπλακωτικό σύνολο που δείχνει έκδηλα το αχώνευτο των κινημάτων που εμφανίστηκαν αλλού στην βιομηχανική εποχή και έφτασαν εδώ καθυστερημένα σε μια ιστορική περίοδο που οι τσιμινιέρες ήταν ήδη ανάμνηση, όπως και τα γιασεμιά, οι ασβεστωμένες μάντρες και η φιγούρα του καραγκιόζη στις προσφυγικές γειτονιές.

Ένα Αχχχχ! ακούστηκε από τα δυτικά, κάποιοι θα παρακολουθούσαν κάποιο βραδινό φιλικό ποδοσφαιρικό αγώνα στη Ριζούπολη. Ή μήπως στη Φιλαδέλφεια, δεν μπορούσα να διακρίνω. Και τότε το είδα. Ένα μωρό μέσα στον διαφανή αμνιακό του σάκο ζωγραφισμένο σε προφίλ, και ένα μάτσο καλώδια και σωλήνες, να ξεκινούσαν από τον τοίχο, στο σημείο που ήταν η κοιλιά του εμβρύου, σαν ομφάλιος λώρος. Τα καλώδια και οι σωλήνες καταλήγανε στην εξωτερική μονάδα από το κλιματιστικό που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο με το γκράφιτι. Το μωρό ήταν ζωγραφισμένο χωρίς πολλές λεπτομέρειες, μόνο ο μαύρος τρισδιάστατος όγκος του και ένα μάτι να με κοιτάζει χωρίς έλεος. Τέλεια αφαίρεση πάνω στο ζωγραφισμένο με λεπτομέρεια γαλάζιο ουρανό με τα λευκά σύννεφα και το καταπράσινο λιβάδι που ήταν γεμάτο από σπαρμένα Gauk, Zing, Cut και άλλα τέτοια ακατονόμαστα δέντρα. Είναι φανερό ότι ο γραφίστας θα ήταν επηρεασμένος από την μοναξιά του αστροναύτη στην τελευταία σκηνή από την Οδύσσεια 2001 του Κιούμπρικ. Μόνο που εδώ το μωρό έχει ομφάλιο λώρο και μάλιστα συνδεδεμένο με μια μηχανή που είναι υπεύθυνη να ανακυκλώνει υγρά και να διατηρεί την θερμοκρασία, ένας τέλειος τεχνητός πλακούντας. Πολύ ανώτερη η σύλληψη του ανώνυμου Jason από την αντίστοιχη του Κιούμπρικ και ας μην έγραψαν τίποτα οι τεχνο-κριτικοί γι’ αυτόν. Έμεινα άφωνος να κοιτάω το εύρημα και τα μηνύματα του άγνωστου καλλιτέχνη βυθισμένος στις δικές μου σκέψεις. Ή μήπως δεν έκανα καμία σκέψη, δεν θυμάμαι. Με πήραν τα κλάματα. Οι άλλοι σταμάτησαν την συζήτηση που είχε εκφυλιστεί εδώ και πολύ ώρα και αφορμή ζητούσαν να την διακόψουν. Πλήρωσε ο Όμηρος και με πήγαν σχεδόν σηκωτό στο αυτοκίνητο του Χρήστου. Και αυτός θα πήγαινε νότια.

Δεν κατάλαβα πώς φτάσαμε στο Καλαμάκι. Κατάλαβα μόνο ότι δυο φορές κινδυνέψαμε με ατύχημα. Την μία όταν πέρασε με κόκκινο φανάρι- αν μας σταματούσαν για αλκοόλ-τεστ την είχε βαμμένη ο Τσακ. Την άλλη όταν μου είπε ότι δεν το περίμενε ότι θα κλάψω για τον Βασίλη και εγώ αντί για απάντηση δεν κρατήθηκα και έκανα εμετό σχεδόν πάνω στον γευση-γνώστη. Έχασε το τιμόνι από τα χέρια του αυτός, ευτυχώς η Συγγρού ήταν άδεια. Με άφησε δυο τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι και έφυγε μαρσάροντας τα διακόσια άλογα της μηχανής ξεσηκώνοντας τα σκυλιά της γειτονιάς. Θα είναι σίγουρα το ίδιο με μένα αηδιασμένος ο κάποτε ειδικός του διαλεκτικού υλισμού αλλά μάλλον για πολύ διαφορετικούς λόγους από τους δικούς μου.

Έβγαλα όλα τα ρούχα, κολλούσαν πάνω μου και μύριζαν ξινό ιδρώτα. Δεν τόλμησα να πάω στην κρεβατοκάμαρα και ας ήξερα ότι δεν είναι μέσα εκείνη μιας που με άφησε πριν οκτώ μήνες. Είπα δεν άντεξε τον τρόπο ζωής που επέβαλαν αυτά τα πήγαινε έλα στις Βρυξέλες, στα συνέδρια και στις υποχρεώσεις μου στο Πανεπιστήμιο. Ίσως δεν άντεξε πάλι εμένα, δεν είμαι αυτός που ήμουν, ίσως δεν άντεξε και αυτό που μεταμορφώνονταν και η ίδια δίπλα μου, δεν ξέρω ακόμα τι δεν άντεξε και έφυγε. Έπεσα στον καναπέ γυμνός και κοιμήθηκα αμέσως ύπνο βαρύ, χωρίς όνειρα. Ξύπνησα κατά τις τέσσερις, ακόμα αργούσε να ξημερώσει, είχα μια δίψα που όμοια είχα να θυμηθώ από τον στρατό νεοσύλλεκτος στην Κόρινθο. Τώρα έφταιγε η μπύρα και οι αναθυμιάσεις της, τότε ήταν το νερό σαν κάτουρο που πίναμε καλοκαιριάτικα από κάτι πανάθλιες βρύσες που έτρεχαν μόνο μια ώρα την ημέρα. Και όπως τότε, αποζήτησα απεγνωσμένα την έξοδο.

Ήπια ένα μπουκάλι παγωμένο νερό, έριξα και νερό από την βρύση της κουζίνας στο κορμί μου που μύριζε άσχημα. Μου ήρθε έντονα την επιθυμία να μιλήσω με κάποιον για οτιδήποτε, αρκεί να είναι άνθρωπος και να ξέρει ελληνικά και ας είναι περασμένες τέσσερις πριν τα ξημερώματα. Και αφού δεν ήταν δυνατόν να μιλήσω με τον γάτο που γύριζε νυσταγμένος εκείνη την ώρα, ποιος ξέρει από πια συνέλευση γατιών της γειτονίας, κατέληξα στο γραφείο και άνοιξα τον υπολογιστή. Τι με έκανε να θεωρώ αυτό το κουτί με τα κυκλώματα σαν κάτι ακόμα ζωντανό μέσα σε αυτό στο σπίτι; Δεν ξέρω, αυτό το ερώτημα το προσπέρασα αφήνοντάς το στους ειδικούς της ψυχανάλυσης. Ίσως λειτούργησε η διαφήμιση από εκείνη την εταιρία με το τσατ που έλεγε ότι βοηθάει τα τετρακόσια εκατομμύρια συνδρομητές της σε όλο τον κόσμο να επικοινωνούν δωρεάν μεταξύ τους. Δεν μπορεί σκέφτηκα, είναι στατιστικά βέβαιο ότι κάποιος απ’ όλους αυτούς θα βρεθεί να ανταλλάξει δυο γραπτές κουβέντες μαζί μου. Πάτησα τα πλήκτρα, άκουσα τα χαρακτηριστικά μπιπμπιπ, συνδέθηκα στο ίντερνετ. Φόρτωσα το πρόγραμμα του τσατ που ποτέ δεν περίμενα να το χρειαστώ περασμένες τέσσερις και με γρήγορες πληκτρολογήσεις όρισα τα κριτήρια που επιθυμούσα για να εμφανιστούν οι on-line χρήστες :

Γλώσσα –ελληνικά
Φύλο-οτιδήποτε
Ηλικία-μεγαλύτερη από 30

Περίμενα λίγα δευτερόλεπτα. Υπήρχαν τέσσερις ξενύχτηδες με αυτά τα χαρακτηριστικά, ευτυχώς είπα. Άνοιξα ένα παράθυρο διαλόγου για τον καθένα και τους στέλνω τα καθιερωμένα hello, σήμα ότι είμαι διαθέσιμος για κουβέντα και περίμενα κάποια απάντηση. Περίμενα πέντε, δέκα λεπτά, ίσως και περισσότερο. Καμία απάντηση και εγώ έμεινα σαν υπνωτισμένος να κοιτάω την οθόνη που πάνω της δεν συνέβαινε απολύτως τίποτα. Οι ξενύχτηδες είτε με αγνόησαν απορροφημένοι στις δικές τους σκέψεις και συνεδρίες είτε είχαν αφήσει τους υπολογιστές τους ανοιχτούς για να κατεβάζουν δωρεάν μουσικά κομμάτια ή να τα μοιράζονται με άλλους στο δίκτυο. Είναι η καλλίτερη ώρα γι’ αυτή την δουλειά, η ώρα που η κίνηση στο δίκτυο είναι περιορισμένη. Χαμογέλασα για μια στιγμή που θυμήθηκα τις αποφάσεις να παίρνουν τα αμερικανικά και τα ευρωπαϊκά δικαστήρια προσπαθώντας να περιορίσουν την ελεύθερη ανταλλαγή μουσικής ανάμεσα στους χρήστες του ίντερνετ, αποφάσεις για να προστατέψουν το δικαίωμα των δισκογραφικών πολυεθνικών τους να ελέγχουν όλο το κύκλωμα, από την επιλογή των κομματιών που θα ακουστούν και ποιος θα τα πει μέχρι και την διανομή τους. Τέτοιες δικαστικές αποφάσεις θα έχουν όση ισχύ έχει το χαρτί τουαλέτας σε αυτό το δίκτυο που δεν ανήκει σε κανένα και ανήκει σε όλους και έχει φέρει τα πάνω κάτω σε όσα ξέραμε για το μάρκετινγκ, τα κανάλια διανομής και την επικοινωνία.

Και τότε άρχισα πάλι να κλαίω χωρίς να μπορώ να συγκρατηθώ, για τους ίδιους ακριβώς λόγους όπως και πριν λίγες ώρες στην Νέα Ιωνία. Κατάλαβα σήμερα ότι ξέμεινα τελείως από φίλους που θα μπορούσα να μοιραστώ μαζί τους κάποιες στιγμές που αξίζουν να μοιραστούν. Ο Βασίλης ήταν ο τελευταίος επιζών. Ο Λάσκος είναι χαμένος στα διοικητικά του Πανεπιστήμιου και η πρώην έχει εξαφανιστεί λες και της έχω βγάλει απόφαση περιοριστικών όρων να μην μπορεί να με πλησιάσει στα πενήντα μέτρα. Μην έχοντας να κάνω τίποτα αποφάσισα τότε να γράψω τις σκέψεις μου σε ημερολόγιο. Έγραφα ημερολόγιο και στα εφηβικά μου χρόνια, άλλες σκέψεις τότε και άλλες εποχές. Η δύσκολη εφηβεία των σαράντα πέντε λένε, δεν έχει και μεγάλη διαφορά από εκείνη τη προηγούμενη. Οι κρίσεις της κατάθλιψης είναι απλώς πιο έντονες αλλά διαρκούν λιγότερο στην πρώτη εφηβεία. Και το ότι τώρα ξέρω ότι είναι κατάθλιψη, τότε δεν ήξερα καν την λέξη.

Τώρα ήρθε η ώρα να βρω και ένα όνομα να βαφτίσω αυτό το αρχείο που θα παίξει τον ρόλο του ημερολογίου. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι τα ημερολόγια καταστρώματος των καραβιών που αγόραζε την ξυλεία τους ένας μακρινός παππούς της νονάς μου και που τα φύλαγε σαν πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια στο σπίτι των παιδικών μου αναμνήσεων στην Κέρκυρα. Φαντάζομαι ότι σε αυτό το ημερολόγιο θα γράψω τα συμβάντα από το δικό μου μοναχικό ταξίδι λίγο πριν διαλυθώ και εγώ τελείως.

4/9/2003 Πάνω πλατεία, Κέρκυρα

Μπήκα να ελέγξω την ηλεκτρονική μου αλληλογραφία στο ίντερνετ καφέ στο Πεντοφάναρο. Όλη την μέρα ήταν γεμάτο εικοσάρηδες και τριαντάρηδες όλων των εθνικοτήτων που γράφουν e-mails και κάνουν τσατ με τα φιλαράκια τους ανά τον κόσμο. Στην αρχή αισθάνθηκα άβολα, εγώ ο μόνος εκπρόσωπος της γενιάς της τηλεόρασης ανάμεσα σε τόσους εκπρόσωπους της γενιάς του ίντερνετ στον χώρο τους. Συνήθισα γρήγορα, ίδια σαν σε εργαστήριο στο Πανεπιστήμιο είπα είναι. Θυμήθηκα ένα μεταπτυχιακό φοιτητή μου, Φωτεινό τον λένε, που είναι ταλέντο στην ανάλυση αλλά δεν το ξέρει ακόμα. Ανάλυσε καταπληκτικά εκείνους τους στίχους από τους Ήχους της Σιωπής των Σάιμον και Γκαρφάνκελ, είπε ότι το συγκεκριμένο τραγούδι περίγραψε προφητικά ένα χώρο σαν αυτό του ίντερνετ καφέ. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό παρόλο που το τραγούδι είναι από τα πιο αγαπημένα μου.

Είχα συνήθισα στην ιδέα ότι δεν θα έρθει το e-mail με την απάντηση από τον δόκτορα Χάρντυ μέχρι να φύγω αύριο από το νησί. Με περίμενε όμως ένα μηνυματάκι, τέσσερις γραμμές όλο-όλο, που έγραφε :

«Θα θέλαμε να σας πληροφορήσουμε ότι όλα τα αποτελέσματα των εξετάσεων που διενεργήθηκαν από εμάς και από τους συνεργάτες μας στην Ελλάδα, συμφωνούν ότι πάσχετε από νεοπλασία στο δωδεκαδάχτυλο. Δρ. J. Hardy- St Mary Hospital »

Τραντάχτηκα από ένα δυνατό νευρικό γέλιο. Σηκώθηκα γρήγορα, πλήρωσα τον καφέ και τον χρόνο που έμεινα on-line, επτά λεπτά μόνο, και εξαφανίστηκα παρακάμπτοντας ένα δάσος από βλέμματα απορίας, ειρωνείας και συγκατάβασης. Βλέμματα ανθρώπων που δείχνουν να τα ξέρουν όλα προστατευμένοι πίσω από την σιγουριά που τους δίνει η τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν και ο άτυπος κώδικας συμπεριφοράς που αυτή η τεχνολογία επέβαλε σε χώρους όπως αυτού του ίντερνετ καφέ. Στο τραγούδι, ο ήχος της σιωπής απλώνεται όπως ο καρκίνος, ο δικός μου δεν ξέρω πόσο έχει απλωθεί ακόμα. Ίσως με αυτό το παρανοϊκό γέλιο, σπάζοντας τη σιωπή του χώρου, αντέδρασα σε αυτή την επικείμενη εξάπλωση.

Βρήκα το μαγαζί που πουλάει είδη σχεδίου και ζωγραφικής, αγόρασα μπλοκ, καρβουνάκια και μια σειρά μολύβια και χώθηκα στα καντούνια. Παντού μύριζε εκείνη η διακριτική μούχλα των στενών που ο ήλιος τα ζεσταίνει μόνο ντάλα μεσημέρι. Μουχλίλα ανακατεμένη με θαλασσινή αλμύρα και με τις μυρωδιές από τζατζίκι και μπουρδέτο. Βρήκα εκείνο ένα μικρό παραδοσιακό καφενέ πίσω από την πλατεία του Δημαρχείου στο Μεγάλο Καντούνι, παρήγγειλα καφέ στη χόβολη και γλυκό κουταλιού κεράσι. Ένα γατάκι, γκρι και αδύνατο, σκαρφάλωνε πάνω σε ένα σωρό από χαρτόκουτα πεταμένα στην απέναντι γωνιά. Ετοίμασα τα καρβουνάκια και άρχισα να το σκιτσάρω. Κάθε φορά που ήθελα να μαζέψω το μυαλό μου σκιτσάριζα. Όταν ήθελα να πάρω σοβαρές αποφάσεις έπιανα τα πινέλα και έβγαζα από μέσα μου τα χρώματα. Έχω πολλά χρόνια να σκιτσάρω, δυσκολεύτηκα. Χάλασα έξι ή εφτά σελίδες από το μπλοκ σκιτσάροντας, παρήγγειλα και άλλο καφέ και ένα ούζο με μεζέ, έριξα τον μεζέ στο γατάκι μην και φύγει και με αφήσει μόνο μου και συνέχισα να σκιτσάρω με μανία. Στο τέλος ικανοποιούμαι με ένα σκίτσο που δείχνει το γατάκι να κουλουριάζεται φοβισμένο. Θέλω να το τελειώσω.

«Υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος που το γατάκι που ζωγραφίζετε είναι τόσο λυπημένο; Πολύ βουβό είναι το σκίτσο σας, σαν να μην ακούγεται τίποτα είναι όταν το κοιτάζει κανείς.»

Δεν την είχα προσέξει τόση ώρα που καθόταν πίσω μου και με παρατηρούσε. Εντυπωσιάστηκα από την τόσο εύστοχη κριτική. Εντυπωσιάστηκα και από τα λαμπερά μάτια της που έδειχναν ακόμα λαμπρότερα κάνοντας αντίθεση με τα κατάμαυρα μαλλιά της και το βαθύ μαύρισμα που είχε αποκτήσει, σίγουρα θα είναι στο τέλος των διακοπών της.

Πιάσαμε κουβέντα, ήταν τελειόφοιτη της θεολογικής και δούλευε σε ένα μπαρ τον χειμώνα. Ένα κορίτσι όλο αντιθέσεις σκέφτηκα. Μιλήσαμε για διάφορα, απέφευγα όμως να της πω γιατί είναι βουβό το σκίτσο. Είπα ούζα με μεζέ, άρχισα να χαλαρώνω και ο ίδιος, αλήθεια πόσα χρόνια έχω να βρεθώ μόνος να συζητώ με μια εικοσιτριάχρονη εκτός πανεπιστημιακού χώρου και χωρίς τον φόβο να θεωρηθεί ότι κάνω σεξουαλική παρενόχληση; Αφού ήπιαμε και τα τέταρτα, με στριμώχνει, δεν μπορώ να της ξεφύγω. Που να έμαθε να κάνει τέτοια ψυχανάλυση αυτό το κορίτσι, στην θεολογική ή στην μπάρα; Της τα είπα όλα, αυτά που κράταγα μέσα του τόσα χρόνια, και τα τελευταία τα σημερινά, και γιατί είναι βουβό το σκίτσο. Και αφού τέλειωσα και είχα βγάλει λαχανιασμένος έξω ανακατεμένα όλα τα χρώματα που είχα καταχωνιασμένα μέσα του, έγινε αυτό που δεν περίμενα. Η μικρή πήρε ένα χαρτί, έγραψε ένα όνομα και ένα τηλέφωνο και μου το έδωσε λέγοντας:

«Είναι μια φίλη μου, αποκλειστική νοσοκόμα. Αν την χρειαστείς πάρτη τηλέφωνο, έχει εμπειρία σε καρκίνους.»

Και με τον ίδιο απότομο τρόπο που εμφανίστηκε το άγνωστο κορίτσι σηκώθηκε και έφυγε. Ήταν η πιο σκληρή κριτική που είχα ακούσει μέχρι τώρα για τη ζωή μου.



6/9/2003 Αθήνα, στο γραφείο μου στο Πανεπιστήμιο

Βρήκα και εκείνο το άλλο ημερολόγιο, εκεί που έγραφα μέχρι που τέλειωσα το Πανεπιστήμιο. Το είχα φυλάξει μέσα στο ταγάρι του δίσκου βινιλίου των Πολ του εβδομήντα, μαζί με σκίτσα και φωτογραφίες από τις μελέτες στο εργαστήρι ζωγραφικής στο μάθημα της ιστορίας της τέχνης. Μια φωτογραφία από ένα πίνακα του Ρενέ Μαγγρίτ, Attempting the Impossible 1928 γράφει στην λεζάντα. Στην ζωγραφιά ένας καλοντυμένος ζωγράφος με το καλό του κουστούμι ζωγραφίζει μια γυμνή γυναίκα στις τρεις διαστάσεις του σκοτεινού χώρου του δωματίου. Στο ίδιο ύψος η κοπέλα με τον ζωγράφο, δουλεύει με το πινέλο του το αριστερό της χέρι που έμενε ακόμα ατέλειωτο για να ολοκληρώσει αυτό που μοιάζει ακατόρθωτο, να φτιάξει την γυναίκα που φαντάστηκε. Ήταν όμως αυτό το ακατόρθωτο; Μας προκάλεσε την συζήτηση ο Λάσκος που μας έκανε ιστορία της τέχνης αμέσως μετά από την εισαγωγή του στον πρώιμο υπέρ-ρεαλισμό. Θυμάμαι τις ατέλειωτες συζητήσεις ανάμεσα στα μέλη του εργαστηρίου ζωγραφικής. Τι συζητήσεις! Χειρότερα και από τις συνελεύσεις του φοιτητικού συλλόγου ήταν. Ώρες ολόκληρες πέρασαν επιχειρηματολογώντας στο τι είναι το ακατόρθωτο, ανήμποροι να καταλήξουμε σε μια κοινή θέση στην ερώτηση-πρόκληση του Λάσκου: τι θα θέλαμε εμείς να κάνει ο ζωγράφος αφού τελειώσει το έργο του. Είχα κρατήσει και σημειώσεις τότε, οι τελευταίες συμπληρωμένες σελίδες στο ημερολόγιο των εφηβικών μου χρόνων. Τις ξεφυλλίζω χαμογελώντας. Καταλήγουν με τα συλλογικά ερωτήματα μιας ομάδας νέων στο τέλος της εφηβείας τους που είχαν παραμείνει αναπάντητα. Εκεί τελειώνει το ημερολόγιο των εφηβικών μου χρόνων. Τελειώνοντας την ανάγνωση μου δημιουργήθηκε έντονα την αίσθηση ότι και άλλοι από τη παρέα εκείνη των φοιτητικών μου χρόνων μπορεί είχαν ακριβώς εκείνη τη στιγμή την ίδια ανάγκη για επικοινωνία όπως αυτή που νοιώθω και εγώ τώρα. Την ίδια ανάγκη να συνεχίσουμε, από εκεί που την αφήσαμε, εκείνη τη συζήτηση πριν είκοσι χρόνια για να απαντηθούν επιτέλους αυτά τα ερωτήματα.

Άνοιξα το πρόγραμμα του τσατ, αφού πρώτα βεβαιώθηκα ότι η πόρτα του γραφείου ήταν κλειδωμένη. Έγραψα:

«Ελπίζω να σε ενδιαφέρει μια ειλικρινής και ελεύθερη συζήτηση πάνω στον πίνακα του Rene Magritte Attempting the Impossible του 1928, ελαιογραφία σε διαστάσεις 116x81 cm, που μπορείς να δεις στην διεύθυνση http://www.ratbags.com/rsoles/artworks/magritte/impossible.htm Αν ναι, τότε θα είχε ενδιαφέρον για μένα να ξέρω τι θα ήθελες να κάνει ο ζωγράφος αφού τελειώσει το έργο του.
Κaribu»

Δήλωσα αυτό το ψευδώνυμο, έτσι με έλεγαν στο γυμνάσιο πειραχτικά οι άλλοι επειδή πάντα έβαζα μπροστά το κεφάλι και ορμούσα, σαν το Ναβάχο ινδιανάκι με το κριάρι του σε εκείνο το παιδικό κόμικ. Συμπλήρωσα την πραγματική μου ημερομηνία γέννησης και την ακριβή οικογενειακή μου κατάσταση. Για ενδιαφέροντα δήλωσα ζωγραφική, επικοινωνία, φιλοσοφία και ίντερνετ, τα υπόλοιπα δεν θα είχαν σχέση με αυτό που ήθελα να κάνω. Έστειλα στα ηλεκτρονικά κύματα το μήνυμά-κάλεσμα για συζήτηση πάνω στον πρώιμο υπερ-ρεαλιστικό πίνακα του 1928 καλά τυλιγμένο μέσα στο ηλεκτρονικό του μπουκάλι. Πιθανοί αποδέκτες άντρες ή γυναίκες ηλικίας μεγαλύτερης των τριάντα ετών που να μιλούν ελληνικά. Η ανάμνηση της εικοσιτριάχρονης φοιτήτριας θεολογίας ήταν ακόμα πολύ έντονη για να τολμήσω σε πιο άγουρες ηλικίες, άσε που μπορεί να έπεφτα πάνω και σε κανένα φοιτητή μου. Πάτησα το Send με την βεβαιότητα ότι θα φτάσει το μήνυμα και σε κάποιον από την παρέα του εργαστηρίου ζωγραφικής των φοιτητικών μου χρόνων. Δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα άλλο εκτός από να περιμένω μερικές ημέρες.


8/9/2003, Γλυφάδα

Πήρα 17 απαντήσεις μέσα σε μια μέρα. Οι περισσότερες σύντομες, άλλες ειρωνικές και άλλες βαριά ή ελαφρά υβριστικές. Άλλοι με προειδοποιούσαν ότι άδικα ψάχνω να βρω γκόμενα με τέτοιο θέμα που πρότεινα για συζήτηση. Άλλες με κατηγορούσαν για το εγωιστικό και άκρως σεξιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ήθελα να οδηγήσω την συζήτηση με το ερώτημα που έθετα. Ένας Redrose, ομοφυλόφιλος, μου πρότεινε συνάντηση για μου ποζάρει γυμνός. Μία Supernova μου έκανε πολιτικό καμάκι, μία CrystalDream με καλούσε σε ένα on-line αγώνα ταβλιού, κανένα μήνυμα να μου θυμίζει κάποιον ή κάποια από αυτούς που συζητούσαμε το ίδιο θέμα είκοσι χρόνια πριν. Απάντησα σε όλους με ευγενικά και σύντομα μηνυματάκια, ευτυχώς δεν ήταν κανένας on-line εκείνη την ώρα. Ετοιμαζόμουν να κλείσω όταν ένα ηχητικό σηματάκι μου τράβηξε την προσοχή. On-line κάποια Misty, 31 χρονών από την Πάτρα. Δεν υπήρχαν άλλες πληροφορίες στο σύντομο βιογραφικό που είχε δημοσιεύσει με αυτό το πρόγραμμα. Μου ζήτησε την άδεια να «μιλήσουμε». Την έδωσα αμέσως και περίμενα να κάνει αυτή την αρχή, αυτή πρέπει να είναι μάλλον η διαδικασία του άτυπου πρωτοκόλλου συμπεριφοράς σε αυτό το δίκτυο. Αντιγράφω εδώ την συνομιλία από το αρχείο των συνομιλιών που δημιουργεί αυτόματα αυτό το πρόγραμμα τσατ.

Misty 8/9/2003 1:30 μμ
hello :-)

karibu 8/9/2003 1.30 μμ
Καλώς την

Misty 8/9/2003 1:31 μμ
Ξέρεις τι να κάνει ο ζωγράφος? Να ζωγραφίσει στην κοπέλα πιο μακριά μαλλιά, να της τα ρίξει μπροστά στο πρόσωπο να μην φαίνεται, το χέρι να το αφήσει όπως έχει, να μην το τελειώσει. Η συνέχεια ίσως την άλλη Δευτέρα, sorry τώρα έχω δουλειά.

karibu 8/9/2003 1.32 μμ
Γιατί θέλεις να την κρύψεις πίσω από τα μαλλιά της και να την αφήσεις χωρίς χέρι? (ρώτησα τι θέλεις εσύ να κάνει ο ζωγράφος, όχι τι νομίζεις ότι θα κάνει...) Κομματάκι σκληρό μου φαίνεται αυτό που λες, αλλά εντάξει περιμένω μέχρι την Δευτέρα. Μόνο μια μικρή ερώτηση, μπορώ?

Misty 8/9/2003 1:32 μμ
Ναι, αλλά γρήγορα

karibu 8/9/2003 1.33 μμ
Τι είναι αυτό το :-) δίπλα στο hello?

Misty 8/9/2003 1:33 μμ
Καινούργιος σε αυτό το δίκτυο, έτσι? Αν το κοιτάξεις καλλίτερα, είναι ένα χαμόγελο, μία φατσούλα που χαμογελάει.

karibu 8/9/2003 1.35 μμ
:-) Ευχαριστώ για το χαμόγελο, τα λέμε

Misty 8/9/2003 1:36 μμ
CU :-)

Για τo τελευταίο δεν χρειάστηκε να ζητήσω αποκωδικοποίηση, υπόσχεση ήταν της επόμενης γενιάς από την δική μου, ότι η συζήτηση θα συνεχιστεί. Πρώτη φορά κάνω αυτό το είδος συζήτησης που λέγεται τσατ με άμεσα μηνυματάκια. Όλη η αλληλογραφία και οι γραπτές συνεννοήσεις στη Σχολή και στις επιτροπές που δουλεύω στις Βρυξέλλες είχαν εδώ και χρόνια αντικατασταθεί με μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που κατέληγαν να αναγνωστούν σε κάποια ηλεκτρονική θυρίδα. Αντίθετα με αυτό το τσατ ήταν σαν να μιλάω στο τηλέφωνο και ο άλλος ήταν στην άλλη άκρη από το σύρμα με μόνη τη διαφορά ότι έπρεπε να χρησιμοποιώ γραπτά μηνύματα. Κάποιος έπρεπε να ανακαλύψει και τις φατσούλες, όπως αυτή με το χαμόγελο, να ζωγραφιστούν κάπως οι αποχρώσεις και να αναπαραχθούν κάποια ελάχιστα σήματα της γλώσσας του σώματος που δεν μπορούν να αναπαραχθούν με τον γραπτό λόγο. Δεν χρειάζονται ειδικά σύμβολα για να καταλάβω ότι το κορίτσι που αφιέρωσε έξι λεπτά από την ζωή της για να απαντήσει λαχανιασμένο στην πρόσκλησή μου, ήταν ένα πλάσμα μάλλον πληγωμένο. Το ερώτημα ήταν από τι. Είχα πολύ λίγες πληροφορίες ακόμα για να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα. Είμαι συνηθισμένος να διατυπώνω τα γιατί και εκπαιδευμένος να τα φτάνω μέχρι το τέλος. Αυτό μόνο έμαθα τα χρόνια στο Πανεπιστήμιο και αυτό διδάσκω τώρα στους φοιτητές μου. Διαβάζω πάντα πολύ προσεκτικά, κάθε τι έχει την σημασία του στην γραφή στην δουλειά που κάνω. Σήμερα όμως σε αυτή εδώ την, πρωτόγνωρη για μένα, επικοινωνία μπόρεσα να αισθανθώ και το λαχάνιασμα, τον ρυθμό, την λαχτάρα ή την ειρωνεία που συνόδευε τον γραπτό λόγο ακριβώς την στιγμή της γέννησης του από πολλά χιλιόμετρα μακριά. Σε αυτά τα έξι λεπτά μου φάνηκε ότι είδα ένα κορίτσι να μου μιλάει πίσω από τις γραμμές. Και να μου χαμογελάει για μια τόση δα στιγμή. Δεν ξέρω αν αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή είναι μια προβολή της δικής μου φαντασίας.

Συγκλονισμένος από την εμπειρία αυτού του τρόπου επικοινωνίας, που μέχρι σήμερα ήξερα από τα λεγόμενα των φοιτητών μου και από κάποιες μοναχικές ερευνητικές ανακοινώσεις συναδέλφων του τμήματος επικοινωνίας έμεινα πολύ ώρα συλλογισμένος. Κατέληξα ότι θα πρέπει να έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η μελέτη αυτού του νέου τρόπου γραφής που έφερε μαζί της η τεχνολογία του ίντερνετ και των κινητών τηλεφώνων. Κάθε φορά που άλλαζε κάτι στον τρόπο που επικοινωνούσαν οι άνθρωποι μεταξύ τους, ακολουθούσαν και σημαντικές αλλαγές στην ανθρώπινη αντίληψη με καταλυτικές συνέπειες στην συμπεριφορά και στη κοινωνική τους οργάνωση. Όταν η επικοινωνία ήταν μόνο προφορική, εκ του σύνεγγυς, όταν η αφήγηση απαιτούσε την συμμετοχή πρόσωπο με πρόσωπο, ήταν απαραίτητη η ένταξη σε μια ομάδα και η δέσμευση, ο λόγος ήταν οικείος και συμπληρωνόταν από την γλώσσα του σώματος. Αναπτύχθηκε πάνω σε αυτή τη βάση ο χορός, η ποίηση και εμπλουτίστηκαν οι γλώσσες με δομές και λέξεις που προσδιόριζαν σημειολογικά λεπτές έννοιες. Μετά την σφηνοειδή γραφή των Σουμέριων, που επινοήθηκε από την ανάγκη να καταγραφτεί η παραγωγή που περίσσευε από την άμεση κατανάλωση για να γίνει ανταλλάξιμο εμπόρευμα, αποτέλεσμα κάποιων τεχνολογικών καινοτομιών στις τεχνικές άρδευσης της Μεσοποταμίας, έπαψε η ανάγκη για αμεσότητα στην επικοινωνία. Ο λόγος αποστασιοποιήθηκε και η ανθρώπινη σκέψη άρχισε να λειτουργεί αντικειμενικά και πιο αναλυτικά. Με τον γραπτό λόγο έχασαν οι άνθρωποι την αίσθηση της οικειότητας και της συμμετοχής σε πραγματικό χρόνο στα δρώμενα, κέρδισαν όμως αναλυτικές ικανότητες, κέρδισαν την ενδοσκόπηση, τον στοχασμό και μαζί με αυτόν την αίσθηση της ιδιωτικής ζωής. Μετά την ανακάλυψη του Γουτεμβέργιου φτάσαμε στο αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας, στον υπερ-τονισμό του «εγώ» σε σχέση με το «εμείς», αποθεώθηκε η ατομικότητα και η αξία της μέσα στη λειτουργία του συνόλου. Η σημερινή ηλεκτρονική εποχή της τηλεόρασης, των κινητών τηλεφώνων και του ίντερνετ φαίνεται ότι σηματοδοτεί ένα νέο κύκλο ριζικής διαφοροποίησης. Από τη μια τα νέα παιδιά έχασαν μεγάλο μέρος από το λεξιλόγιό τους, περιορίζονται σε αυτό που μεταδίδεται από την τηλεόραση και στις λέξεις που υπάρχουν στα ενσωματωμένα ηλεκτρονικά λεξικά στους υπολογιστές και τα κινητά. Μαζί με τις λέξεις χάνεται η αναλυτική ικανότητα, η ικανότητα της ενδοσκόπησης, του στοχασμού και της προβολής της σκέψης, ο λόγος οπτικοποιείται και η γραφή προσαρμόζεται ανάλογα. Κερδίζουμε φυσικά σε δυνατότητες επικοινωνιακή σύνδεσης που μηδενίζει τις αποστάσεις και καταργεί τα σύνορα και η πρόσβαση στην πληροφορία είναι ευκολότερη παρά ποτέ. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι τα σημερινά παιδιά δεν έχουν καμιά αίσθηση προσωπικής ζωής και απομόνωσης, αφού τα πάντα είναι στο ίντερνετ. Και ότι δεν είναι εκεί, απλώς δεν υπάρχει. Ο Λάσκος δεν είναι πεισμένος ότι αυτές οι αναμφισβήτητες αλλαγές ακολουθούσαν πάντα τις μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες, ισχυρίζεται ότι η τέχνη έπαιξε τον πρωτεύοντα ρόλο. Δεν μπόρεσα ποτέ να τον πείσω στο ότι η έντυπη δημοσιογραφία εξυπηρέτησε την πρώτη βιομηχανική επανάσταση, η οποία στηρίχθηκε στον άνθρακα, σαν μηχανισμός ελέγχου και επικοινωνίας. Ότι το τηλέφωνο συντόνισε την δεύτερη επανάσταση των μηχανών εσωτερικής καύσης, την εποχή του πετρελαίου, ενώ παράλληλα η τηλεόραση ανέλαβε αργότερα την κύρια ευθύνη να ελέγξει την κοινωνική συμπεριφορά. Τώρα με το ίντερνετ, αυτό το άναρχο και ατίθασο μέσο επικοινωνίας που κανείς δεν περίμενε την εκρηκτική εξάπλωσή του, ζούμε μια πολύ ενδιαφέρουσα επικοινωνιακή εποχή που έχει φέρει τα πάνω κάτω σε αυτά που ήξερα εγώ και σε αυτά που θεμελιώνουν τη κοσμοθεωρία του Φαίδωνα. Φαίνεται ότι το ίντερνετ προετοιμάζει την επόμενη μεγάλη τεχνολογική επανάσταση, την εποχή της νανοτεχνολογίας και της ενέργειας από υδρογόνο, που οι συνέπειές τους στη κοινωνική οργάνωση και στην εργασία θα είναι τόσο κατακλυσμικές όσο και οι αλλαγές στις αξίες στα κοινωνικοπολιτιστικά χαρακτηριστικά. Τα πρώην αδύνατα δείχνουν να είναι πλέον εφικτά και εγώ μόλις γεύτηκα αυτή την εμπειρία.

Τελικά τι ήταν το αδύνατο σε αυτό τον πίνακα; Προσπάθησα να ξαναθυμηθώ όλες τι απόψεις που είχα ακούσει ή είχα τολμήσει να διατυπώσω ο ίδιος παλιότερα. Θυμάμαι τις ώρες που πέρασα διαφωνώντας με εκείνη την κοντούλα συμφοιτήτριά μου όταν διατύπωσε την θέση ότι ο ζωγράφος ήταν η φαντασία του μοντέλου και όχι το μοντέλο κατασκεύασμα του ζωγράφου. Αυτή η οπτική ανέτρεπε τα πάντα και έδινε κάποιες εξηγήσεις αλλά δεν γινόταν τότε εύκολα αποδεκτή. Από την άλλη, η κατασκευή ενός πραγματικού ανθρώπου παραήταν προφανής αιτία για να θεωρηθεί ότι ήταν το ζητούμενο αδύνατο. Άλλο ήταν το αδύνατο που προσπαθούσε να μας κάνει να υποψιασθούμε ο δάσκαλός μας. Μου το αποκάλυψε αργότερα ο Φαίδων την εποχή που έκανα το διδακτορικό μου, όταν μου δίδασκε ειδικά θέματα της ιστορίας της τέχνης του εικοστού αιώνα. Έπρεπε να σκεφτούμε ξεπερνώντας την λογική και τους νόμους της, να την υπερβούμε και να την ανατρέψουμε. Αυτό ήταν το αδύνατο για τον Λάσκο, ο σαφής ορισμός των ορίων του φανταστικού και του πραγματικού. Το παιχνίδι της επικοινωνίας που στηρίζεται στην εικόνα ή το λόγο, αυτό που διδάσκω και αυτό που ερευνώ, τελικά με αυτό ακριβώς έχει να κάνει, με αυτά τα όρια. Με τις τεχνικές δημιουργίας εικονικών ή φανταστικών μηνυμάτων που αποκωδικοποιούνται στο πραγματικό μήνυμα που πρέπει να μεταδοθεί για να ελέγξει ή να επιβάλει συμπεριφορές. Μέχρι που αυτή η γενιά του ίντερνετ, τολμώντας για το αδύνατο, μου έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα, στέλνοντας σε μένα και τον Λάσκο σαν σαφέστατο μήνυμα, εκείνο το :-Q που βλέπω συνέχεια να γράφουν στους τοίχους της Σχολής.

Είναι πραγματικό αυτό που ζω τώρα ή προϊόν της φαντασίας μου; Και εκείνη η ύδρα που οι εξετάσεις έδειξαν ότι ζει μέσα μου, πραγματική είναι ή είμαι μήπως εγώ η ύδρα της ύδρας μου και τώρα πονάει αυτή; Και αυτό το :-) δίπλα σε εκείνο το hello ήταν πραγματικό χαμόγελο ή το φάντασμά του; Ένα κορίτσι μου χαμογέλασε χωρίς να μου ζητήσει τίποτα μετά από πάρα πολλά χρόνια. Αν ήθελα μπορούσα και εγώ να της χαμογελάσω με τον ίδιο τρόπο. Για πρώτη ίσως φορά δεν χρειάζεται να απαντήσω σε κανένα γιατί.

Σε ξύπνησε το χαμόγελο της Φρόσως που ήταν και πραγματικό και πανέμορφο. Μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο με τη φόρμα του τζόκιν μούσκεμα στον ιδρώτα. Μύριζε πρωινή δροσιά και άνθος λεμονιού. Σε είχε πάρει ο ύπνος τα ξημερώματα στην πολυθρόνα του Πορφύρη διαβάζοντας τα αρχεία με τις σημειώσεις του και το προσωπικό του ημερολόγιο.

«Ξύπνα Σκοτεινέ, έχει έξω μια μέρα τρέλα. Έτρεξα γύρω γύρω όλο το κτήμα, ξεθεώθηκα. Η κυρά Μαρίνα σου ‘στειλε λουκουμάδες και ζεστό ζυμωτό ψωμί, έχει και βούτυρο με μαρμέλαδα, σου ‘ψησα και καφέ. Έχεις μισή ώρα να κάνεις ένα μπάνιο πριν στήσεις τον Λάσκο στο δίκτυο.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου