Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Κεφ.17 Δίστηλο πρωτοσέλιδο

ΔΙΣΤΗΛΟ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ
24/4/2005, Κέρκυρα

Το Κυριακάτικο φύλλο της τοπικής εφημερίδας το είχε φέρει ο Φώτης Παγκράτης όταν γύρισε από τη Κυριακάτική πρωινή του βόλτα στη πόλη. Το διάβαζε πίνοντας τον δεύτερο καφέ της ημέρας περιμένοντας να ολοκληρωθεί η μυσταγωγία της παρασκευής του στακοφίσι με σκορδαλιά που ετοίμαζε η Μαρίνα για το παραδοσιακό τραπέζι των Βαγιώνε. Δεν τον ακολουθήσατε στη πόλη για να δείτε τη μεγάλη λιτανεία και να ακούσετε τις μπάντες, όπως πιεστικά είχε προτείνει τη προηγούμενη. Η ανάμνηση των μπαχαρικών ήταν ακόμη πολύ έντονη στη Φρόσω και η προοπτική της σκορδαλιάς της δημιουργούσε πρόσθετα στομαχικά προβλήματα. Έπεσε το μάτι σου στη φωτογραφία του Λάσκου που την συνόδευε ένα δίστηλο στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας του Παγκράτη. Έγραφε:

Περίεργος Θάνατος Έλληνα καθηγητή Πανεπιστημίου στην Νότιο Αφρική
23/4/2005, Κέιπ Τάουν, ΑΠΕ
Μυστήριο καλύπτει την υπόθεση του θανάτου του γνωστού καθηγητή Πανεπιστημίου, πρώην Πρύτανη του Πανεπιστήμιου Αττικής Φαίδωνα Λάσκου, ο οποίος διέμενε τους τελευταίους μήνες στη Νότιο Αφρική με την σύζυγο του. Όπως ανακοίνωσε σήμερα το πρωί δια του εκπροσώπου της η τοπική αστυνομία, το πτώμα του εκλιπόντος ευρέθη από την οικιακή βοηθό του ζεύγους Λάσκου κατά τις 6μμ της 22/4 απαγχονισμένο και αιωρούμενο από το πατάρι του διαμερίσματος του ζεύγους που βρίσκεται σε προάστιο του Κέιπ Τάουν. Ο εβδομηντάχρονος ιστορικός τέχνης φαίνεται ότι έχασε τη ζωή του δυο τουλάχιστον εικοσιτετράωρα πριν από την ανακάλυψη της σωρού του, όπως προκύπτει από τα πρώτα στοιχεία της ιατροδικαστικής έρευνας που έγιναν γνωστά.

Δεν ευρέθησαν στοιχεία ή σημείωμα που να δικαιολογούν την αυτοκτονία του εκλιπόντος. Η αστυνομία ανακοίνωσε ότι εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα, κυρίως μετά και από την μυστηριώδη εξαφάνιση της συζύγου του άτυχου καθηγητή και την εσπευσμένη αναχώρηση της αεροπορικώς στο Παρίσι στις 21/4, όπως δείχνουν τα στοιχεία της αεροπορικής της εταιρίας. Στο όνομα της τριαντατετράχρονης Πολυτίμης Λάσκου-Διαμαντίδου έχει εκδοθεί διεθνές ένταλμα σύλληψης και τα στοιχεία της έχουν σταλεί στην Ιντερπόλ. Όπως ανακοίνωσε η ελληνική πρεσβεία, η σωρός θα μεταφερθεί προς ταφή στην γενέτειρα του εκλιπόντος ιστορικού τέχνης στον Άγιο Βασίλειο Κορινθίας, με έξοδα της πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αττικής.

***


«Εβδομηντάρης με τριαντάρα, αφύσικα πράγματα. Που πας κύριε, δεν καταλαβαίνεις ότι εκεί θα καταλήξεις μια μέρα, ότι θα σε φάει η μικρή; Έκανε την αρχή ο αρχηγός και έγινε μετά μόδα» σχολίασε με μια δόση νοσταλγίας στα μάτια όσο σε έβλεπε να γουρλώνεις τα δικά σου διαβάζοντας την είδηση, ενώ περιφερόταν ανάμεσά σας το χοντροκομμένο σώμα της συμβίας του που σερβίριζε καφέδες, γλυκά κουταλιού και το σακούλι με φάρμακα για τον Παγκράτη, αυτά που συνεχίζει να παίρνει κάθε μέρα τέτοια ώρα για να μην αρρωστήσει. Του ζήτησες τσιγάρο, είχες να ανάψεις άφιλτρο από το στρατό, έβηξες για να τραβήξεις τη προσοχή του Φώτη και να μη δει τα χέρια σου που τρέμανε. Η σκηνή επαναλήφθηκε πανομοιότυπη μετά από λίγο που ήρθε η Φρόσω και της έδειξες την εφημερίδα. Μόνο που ο δικός της βήχας ήταν πραγματικός, δεν θα πρέπει να είχε βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα της. Από το βήχα έκλαψε, τουλάχιστον έτσι σου φάνηκε. Της έφερε νερό να συνέλθει η κυρα-Μαρίνα.
«Τι το θες το δηλητήριο κόρη μου, δεν βλέπεις τι σου κάνει; Αχ, τα ίδια με εκείνη την άλλη την ξεμυαλισμένη που όλο τσιγάρες και τέχνη μου είναι» συνέχισε στο γνώριμο τροπάρι.
Ζήτησες να μάθεις αν υπάρχει τηλεόραση, ήθελες είπες να ακούσεις τις ειδήσεις των δυόμιση. Στη βίλα δεν υπήρχε τηλεόραση. Σήκωσε τους ώμους και σε οδήγησε στη σάλα, όπου ήταν στολισμένη σε περίοπτη θέση η τηλεόραση με τα καμιά δεκαριά χειροποίητα πετσετάκια που της έδιναν ένα ύφος συμβατό με τον υπόλοιπο διάκοσμο που είχε φροντίσει να δημιουργήσει η Μαρίνα στον χώρο που έμεναν τόσα χρόνια. Δεν αναφέρθηκε τίποτα για τον Λάσκο στο δελτίο των δυόμιση. Έμεινες αμίλητος στο κονάκι του Φώτη να περιμένεις τα επόμενα δελτία ειδήσεων. Ούτε στων έξι και κουβέντα στων οκτώ και των εννέα. Η είδηση είχε περάσει απαρατήρητη από τα ειδησεογραφικά επιτελεία των καναλιών, είχαν φαίνεται άλλα σπουδαιότερα θέματα να καλύψουν. Η Φρόσω ακολούθησε το ρυθμό σου βυθισμένη στις δικές της σκέψεις στον καναπέ.

Όταν δεν αναφέρθηκε τίποτε και στα βραδινά δελτία των δώδεκα, πήρες τη πρωτοβουλία να επιβεβαιώσεις την είδηση και από άλλη εφημερίδα. Όσες εφημερίδες, αθηναϊκές και τοπικές, έμειναν απούλητες στα περίπτερα της Μεγάλης Πλατείας παρουσίαζαν την ίδια είδηση του Αθηναϊκού Πρακτορείου. Άλλες σαν θέμα πρωτοσέλιδο και άλλες στις μέσα σελίδες, στο Αστυνομικό ρεπορτάζ. Όλες τα ίδια, με καρμπόν λες και έγραψαν την είδηση, εκτός από μια που αρθρογραφούσε πότε πότε ο συγχωρεμένος που παρουσίαζε και ένα συνοπτικό βιογραφικό του.
«Ο θάνατος της διανόησης της τέχνης κυριολεκτικά και μάλιστα δι’ απαγχονισμού» είπες για να δώσεις το εναρκτήριο λάκτισμα σε μια κουβέντα που ήθελε να γίνει από ώρα στο μπαράκι που ξενυχτούσε στην Πάνω Πλατεία.
«Πολύ περίεργα μου φαίνονται όλα αυτά βρε Κώστα. Και ο τρόπος που διάλεξε να αυτοκτονήσει ο Λάσκος, αν αυτοκτόνησε, ίδιος ακριβώς με τον τρόπο που πέθανε ο Λαφανουί. Μόνο στα πατάρια βρίσκουν όλοι τσιγκέλια για να δέσουν το σκοινί για να κρεμαστούν; Δεν το τρώω αυτό, εμένα αυτό μου φαίνεται σαν την υπογραφή κάποιου δολοφόνου.»
«Ή σαν μήνυμα που κάποιοι πρέπει να πάρουν» συμπλήρωσες.
«Έστω μήνυμα. Ποιο μήνυμα όμως; Και ποιοι πρέπει να το λάβουν; Εμείς, ο Πορφύρης, κάποιοι άλλοι; Ποιος βρε Κωστή;»
Δεν ήξερες. Ήρθε η ώρα για μια ακόμα αναδρομή σκέφτηκες. Πρότεινες να εξετάσετε πάλι τα δεδομένα που είχατε από τα γεγονότα με μια χρονολογική σειρά. Συμφώνησε.
«Η είδηση δημοσιεύτηκε σήμερα, Κυριακή των Βαίων, με βάση μια χθεσινή ανταπόκριση του Αθηναϊκού Πρακτορείου από την Νότιο Αφρική. Σε αυτή γράφουν ότι ανακάλυψαν το πτώμα του Λάσκου το απόγευμα της Παρασκευής. Το σώμα του, γράφει, πρέπει να είχε μείνει κρεμασμένο από το πατάρι τουλάχιστον δυο μέρες, άρα ο θάνατος πρέπει να βρήκε τον καθηγητή κάποια ώρα της Τετάρτης. Έτσι εξηγείται η απουσία του στο ραντεβού μας. Πόσο είχε ο μήνας την Τετάρτη;»
«Είκοσι» μέτρησε.
«Σωστά. Τώρα έχω ένα ερώτημα. Η γυναίκα του παίρνει το αεροπλάνο την επόμενη, την Πέμπτη στις 21 και εξαφανίζεται στο Παρίσι για να γίνει έτσι η κύρια ύποπτος σε δολοφονία όπως αφήνει να εννοηθεί η είδηση, έτσι;»
«Συνέχισε» πρότεινε.
«Αν είναι έτσι τα πράγματα και ο Λάσκος αυτοκτόνησε ή τον σκότωσαν κάποια ώρα της Τετάρτης 20 του μήνα, τότε ποιος μπήκε στην ιστοσελίδα της Ένωσης Ιστορικών Τέχνης, ξέροντας τα ψευδώνυμα και το συνθηματικό για την πρόσβαση, και μου άφησε τα τελευταία μηνύματα περί θανάτου της τέχνης την Πέμπτη που ο μήνας είχε 21;»
«Κάτσε, τώρα θυμάμαι. Το μήνυμα στο έστειλε στις πέντε παρά τέταρτο, μαύρα ξημερώματα της Πέμπτης στο Κέιπ Τάουν. Μου είχε κάνει εντύπωση και συγκράτησα την ώρα.» δήλωσε.
Μείνατε αμίλητοι πολύ ώρα προσπαθώντας να αναπαραστήσει ο καθένας τα γεγονότα σε μια σειρά που θα έδινε λογικές απαντήσεις στα ερωτήματα που είχαν αρχίσει να σωρεύονται με γρήγορο ρυθμό.
Η κίνηση στην πλατεία αραίωνε, ανοιχτά πλέον έμεναν δυο τρία στέκια για ξενύχτηδες και ένα περίπτερο στο Πεντοφάναρο. Σήκωσε το τηλέφωνο του τηλεφωνικού θαλάμου που βρίσκονταν απέναντι από το μπαράκι με τις ψάθινες πολυθρόνες και σχημάτισε τον αριθμό που βρήκε στο τσαλακωμένο χαρτάκι με το όνομα του Καραμπότη στο δερμάτινο μπουφάν σου. Του ζήτησε να βρεθείτε αμέσως και ας ήταν ήδη περασμένες μία μετά τα μεσάνυχτα. Έκανε πάλι νυχτερινή βάρδια στο τμήμα εισαγωγών του Ψυχιατρείου αλλά συμφώνησε, ήθελε είπε και αυτός παρέα. Θα έδινε τα ονόματά σας και εντολή στη πύλη να σας αφήσουν να περάσετε.

Με την Φρόσω να έχει παραμάσχαλα μια μεγάλη στοίβα από εφημερίδες, περάσατε πάλι την πύλη του Ψυχιατρείου αφού παρκάρισες την μηχανή στη πλατεία Χ. Τσιριγώτη μπροστά από την είσοδο. Αυτή τη φορά ήταν σβηστό το Χριστουγεννιάτικο αστέρι, τα κτίρια όμως συνέχισαν να φωταγωγούνται τονίζοντας, με την ιδιόμορφη αρχιτεκτονική που την επέβαλε πριν εκατό τριάντα χρόνια αιώνα ο γιατρός που τελικά έγινε πλατεία, την σημασία του χώρου μέσα στο γύρω αδιάφορο αστικό τοπίο. Είπατε όνομα και επίθετο στον φύλακα στη πύλη. Πήρε κάποιο τηλέφωνο και σας είπε να περάσετε στο τμήμα που εφημερεύουν οι γιατροί, θα το βρίσκατε εύκολα ακολουθώντας τις ενδείξεις στις πινακίδες. Η Φρόσω έδειχνε ότι ο χώρος συνέχισε να την αγριεύει. Κώλυσε πάνω στο μπράτσο σου και προχώρησε αμίλητη.
Ο γιατρός είχε οργανώσει καλά το νυχτέρι του. Άφησε αυτό που κοίταγε στον ανοικτό ηλεκτρονικό υπολογιστή που ήταν πάνω στο γραφείο των γιατρών εφημερίας και σας καλοδέχτηκε. Ήσυχη νύχτα είπε, καμία εισαγωγή και καμία κρίση μέχρι τώρα στους νοσηλευόμενους ασθενείς. Έβγαλε πάγο, φιστίκια, τρία πλαστικά ποτήρια και μια σχεδόν γεμάτη μποτίλια παγωμένο τσίπουρο.
«Επιτρέπεται το αλκοόλ στις εφημερίες;» ρώτησες.
Σε αγνόησε επιδεικτικά. Το ενδιαφέρον του το μονοπώλησε από την αρχή η Φρόσω, από μέσα του θα παρακαλούσε σίγουρα να τους άδειαζες τη γωνιά. Έμεινες να πίνεις ήσυχα, παρακολουθώντας με προσοχή την τακτική που ακολουθούσε η Φρόσω για να οδηγήσει την συζήτηση εκεί που μόνο εκείνη ήξερε που ήθελε να καταλήξει. Στην αρχή μάθατε ότι ήθελε να ειδικευτεί στην παιδο-ψυχο-τραυματολογία. Ή κάτι τέτοιο, δεν κατάλαβες καλά. Δεν υπήρχε όμως ακόμη ακριβώς αυτή η ειδικότητα στην Ελλάδα. Είπε ότι τον ενδιέφερε να μελετήσει τις καινούργιες ψυχικές διαταραχές, αυτές που δημιουργούν στις σύγχρονες κοινωνίες μια γενιά προβληματικών εφήβων, όπως για παράδειγμα τους τουίστερς στις Ηνωμένες Πολιτείες, που στην Αγγλία λέγονται νιτς και στην Ιαπωνία τους αποκαλούν χικαμόρι. Νέες φυλές εκατομμυρίων εφήβων που επέλεξαν να ζουν παρασιτικά, αρνούμενοι να ενταχθούν στην κοινωνία, έχοντας παρατήσει κάθε προσπάθεια για μόρφωση ή εύρεση εργασίας. Διαρκώς κλεισμένοι στα σπίτια των γονιών τους με μόνη ενασχόληση τα ipod και καμιά φορά το ίντερνετ. Άκουσες ίντερνετ, το θέμα έδειχνε να σε ενδιαφέρει, βγήκες από τη γωνιά.
«Τι προκαλεί αυτές τις συμπεριφορές;» ρώτησες.
«Κανείς δεν ξέρει να πει με σιγουριά ακόμη. Ακριβώς αυτό θα είναι το θέμα του διδακτορικού μου, ελπίζω να έχω κάποιες απαντήσεις όταν το ολοκληρώσω. Τείνω να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι όλη αυτή η γενιά των προβληματικών εφήβων έχει σχέση με την τρομολαγνεία των κοινωνιών που ζουν.»
«Συμπεριλαμβάνεις σε αυτήν και τον τρόμο που σπέρνει η προληπτική ιατρική;» ρώτησε η Φρόσω.
«Ίσως. Δεν το είχα σπουδαιολογήσει αυτό ξέρεις» είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα σκέψης. «Ενδιαφέρον όταν τίθεται αυτό το ερώτημα από μια ειδικό του πολιτικού μάρκετινγκ. Μπορεί αυτός ο τρόμος να δίνει εξηγήσεις για ορισμένες συμπεριφορές ατόμων αυτής της ψυχοπαθολογίας, κυρίως σε ομάδες εφήβων στην Ευρώπη, όπου οι τρομοκράτες, οι ξένοι και οι αλλόχρωμοι δεν τρομοκρατούν το ίδιο όπως στην Αμερική.» Έμεινε σκεφτικός για λίγο, σηκώθηκε, άνοιξε ένα βιβλίο από την βιβλιοθήκη, κάτι πληκτρολόγησε μετά στον υπολογιστή του και επανήλθε.
«Μια τέτοια άποψη που ενοχοποιεί την αρρωστοφοβία αυτής και της προηγούμενης γενιάς με τη ψυχοπαθολογία των χικαμόρι, διατύπωσε πρόσφατα ένας Ισπανός ψυχίατρος, Χοσέ Περόν τον λένε. Σε αυτή την ιστοσελίδα έχει δημοσιεύσει τα πρώτα συμπεράσματα από τις σχετικές έρευνες που κάνει η ομάδα του. Είχα παρακολουθήσει πέρσι το καλοκαίρι μια σχετική ομιλία του Περόν σε ένα συνέδριο. Χαμός έγινε την τρίτη ημέρα, παραλίγο να διαλυθεί το συνέδριο από μια ομάδα μαινόμενων που αντιδρούσαν στις απόψεις της ομάδας του Περόν. Μόνο καρεκλιές που δεν έπεσαν. Θυμάμαι Φρόσω, ότι πρωτοστατούσε στο επεισόδιο ένας συνάδελφός σου, κάποιος …Περμούτι νομίζω ότι τον έλεγαν … ή κάπως έτσι. Αυτός είχε αναλάβει τις βρισιές.»
Κοιταχτήκατε στα μάτια. Γέλασες μόνος σου με την εικόνα να κυνηγάει ο Περμούτι τον Περόν μέσα σε ένα επιστημονικό συνέδριο, απειλώντας να τον χτυπήσει με μια βρύση που είχε ξεκολλήσει από κάποιο μπάνιο. Γέλασε και ο γιατρός με τα μαλλιά καρφάκια για κάποιους δικούς του λόγους, έμεινε η απορία στα μάτια της Φρόσως όσο προσπαθούσε να ερμηνεύσει την ηχηρή αντίδραση των αγοριών, έσκασε στο τέλος στα γέλια και αυτή για να ξελαφρώσει από τους φόβους της ημέρας. Κολλητικό αυτό το γέλιο, σε λίγο ο ένας γελούσε για το γέλιο του άλλου. Ήρθε ο φύλακας μαζί με ένα μπρατσωμένο νοσηλευτή να ρωτήσουν αν είναι καλά ο γιατρός, τα γέλια τράνταζαν πλέον όλη την πτέρυγα και είχαν αρχίσει να γελούν νευρικά και κάποιοι ασθενείς που ξύπνησαν. Φοβήθηκαν, είπαν, μήπως είχε πάθει κρίση κάποιος ασθενής που εξέταζε ο γιατρός και ήρθαν για να επέμβουν, δίνοντας έτσι αφορμή για ένα νέο κύμα ανακυκλωμένων νευρικών γέλιων. Έφυγαν γελώντας τρανταχτά πεσμένος ο ένας στην αγκαλιά του άλλου για να ηρεμήσουν τους ασθενείς, που πλέον είχαν ξυπνήσει σχεδόν όλοι, μετά από τις διακοπτόμενες από γέλια που του έκοβαν την ανάσα διαβεβαιώσεις του γιατρού ότι όλα είναι υπό έλεγχο. Άναψαν κάποια φώτα από τις γειτονικές πολυκατοικίες και μερικά ανήσυχα κεφάλια νυκοκυραίων εμφανίστηκαν στα μπαλκόνια. Στις αυριανές τους μηνύσεις θα αναφέρουν πόσο τους αγρίεψε αυτό το προκλητικό ομαδικό γέλιο από εκεί μέσα. Τα ουρλιαχτά παλιότερα τα αποδέχτηκαν και τα ανέχτηκαν. Αλλά και γέλια τώρα; Όχι, αυτό πήγαινε πολύ. Με δυσκολία ηρέμησαν τα πνεύματα μετά από ώρα και αφού προηγουμένως είχε κατέβει επικίνδυνα η στάθμη στο μπουκάλι του τσίπουρου και το απόθεμα κάποιων φαρμάκων στους νοσηλευτικούς σταθμούς.
«Πότε μιλήσατε με τον Προκοπίου;» τον ρώτησε η Φρόσω, δήθεν σε μια προσπάθεια για να αλλάξει το θέμα.
«Α, κάτσε να σκεφτώ… Γνωριστήκαμε την Τρίτη στις 19 που είχαμε την συναυλία, έτσι; Tον πήρα τηλέφωνο την Τετάρτη το πρωί και του είπα ότι βρεθήκαμε. Ναι, την Τετάρτη κατά τις δέκα και μισή ήταν, όταν μπήκα μέσα μετά την εφημερία που είχα την Τρίτη. Έπαθε την πλάκα του που με άκουσε ο Προκο-χίπου, έτσι τον λέγαμε οι περισσότεροι στο Λύκειο. Στο Γυμνάσιο τον φώναζαν όλοι Πρόκα.» Αυτή τη φορά γέλασε μόνος του.

Η πόλη συνέχισε να κοιμάται φωταγωγημένη με τα καλά της λαμπιόνια αναμμένα προς τιμή της μέρας που έφυγε. Το μόνο που κουνιόταν πλέον ήταν τα σκουπιδιάρικα του δήμου που σήμερα δεν μάζευαν στα σκοτάδια τα σκουπίδια και τα πεταμένα στους δρόμους φύλα των εφημερίδων. Σκοτεινές οι σκέψεις και των δυο σας πάνω στη μηχανή, με τα δίστηλα των κυριακάτικών φύλων που συνέχισε να κρατάει η Φρόσω στην αγκαλιά της να δηλώνουν το εφήμερο με ένα τραγικό τρόπο.
«Είχα τσακώσει δυο τρεις φορές τον Προκοπίου να ψαχουλεύει τα συρτάρια και τον υπολογιστή σου» είπε μαντεύοντας τις σκέψεις σου την στιγμή που έπαιρνες την στροφή στα φανάρια του αεροδρομίου. Συγκράτησες με κόπο τη μηχανή, χαμήλωσες ταχύτητα, ήταν και εκείνα τα τσίπουρα που θα μπορούσαν να κάνουν τα πράγματα επικίνδυνα αν δεν πρόσεχες έχοντας όλες σου τις αισθήσεις σε πλήρη επαγρύπνηση. Δεν ήταν όμως ικανές για να σε κάνουν να αντιληφθείς το αυτοκίνητο με τους δύο επιβάτες που σας ακολουθούσε με σβησμένα τα φώτα από την στιγμή που φύγατε από το Ψυχιατρείο.

Πετάχτηκες καταϊδρωμένος από το κρεβάτι λίγο μετά τις τέσσερις, δεν σε έπιανε ύπνος. Τα σεντόνια που είχαν ποτιστεί από τον ιδρώτα της Φρόσως, μύριζαν ακόμη την λεβάντα του κουρέα, φλησκούνι και βασιλικό. Βρήκες εύκολα τις δημοσιευμένες εργασίες του Περόνε στον ιστοχώρο που υπέδειξε ο γιατρός και τις συνέκρινες με καμιά δεκαριά άλλες, αδημοσίευτες ακόμη, του ίδιου και συνεργατών του που είχε αρχειοθετήσει ο Πορφύρης στον φάκελο με τον τίτλο «Ψυχικές Διαταραχές». Άρχισες να κάνεις υπολογισμούς συνδυάζοντας τα δεδομένα που εντόπισες πριν στην ιστοσελίδα του γιατρού, με αυτά του Λαφανουί και του Πορφύρη. Από τον υπολογιστή του Πορφύρη μπήκες πάλι στο Ίντερνετ. Με γρήγορες κινήσεις έφτιαξες ένα ιστοχώρο σε ένα υπολογιστή που ήξερες ότι διαθέτει, χωρίς χρέωση, χώρο για φιλοξενία ιστοσελίδων με ιστορίες ναυτικών. Άρχισες να τον φορτώνεις με τα ηλεκτρονικά αρχεία του Λαφανουί, προσθέτοντας στο τέλος το ηλεκτρονικό ερευνητικό ημερολόγιο του Πορφύρη και τα αρχεία που δημιουργήθηκαν από την πρόσφατη δική σου έρευνα. Προβληματίστηκες αν θα πρέπει να δημοσιοποιήσεις και το Ημερολόγιο Καταστρώματος με αυτόν τον τρόπο. Απέρριψες την ιδέα την τελευταία στιγμή, όταν θυμήθηκες ότι σε αυτό αναφερόταν πάρα πολλά προσωπικά δεδομένα του Πορφύρη, το μυστικό του δωμάτιο και ο τόπος όπου βρήκε καταφύγιο μετά την αναχώρησή του από την Κέρκυρα. Έμεινε έτσι ημιτελής η έμπνευση της επιλογής αυτού του χώρου φιλοξενίας ιστοσελίδων.
Τέλειωσες με όλα αυτά όταν άρχισε να ξημερώνει. Την ίδια ώρα, άρχισε να καταγράφεται στις μηχανές αναζήτησης του παγκόσμιου ιστού η αναφορά στον ιστοχώρο που δημιούργησες και που εύκολα πλέον θα μπορούσε κάποιος να τον εντοπίσει πληκτρολογώντας τα λήμματα Υγεία, Τρόμος, ή Ψυχική Νόσος στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά και να ανακαλύψει το μήνυμά σου ανάμεσα σε ναυτικές ιστορίες. Σου φάνηκε ότι κάπου εκεί ανάμεσά στις υπόλοιπες ιστοσελίδες είδες το πρόσωπο του παππού σου να χαμογελάει, βλέποντάς σε ξυπόλητο και μούσκεμα στον ιδρώτα να βγαίνεις από τα κύματα το ξημέρωμα.

Θα ήταν εννέα όταν ένα ελαφρό κύμα αέρα, που μύριζε ανεπαίσθητα λεβάντα, έκανε αισθητή την παρουσία της στο χώρο. Είχε τυλίξει το γυμνό κορμί με το σεντόνι που πάνω του είχαν αποτυπωθεί οι αναμνήσεις από όλες τις μυρωδιές των προηγούμενων ημερών. Εμφανίστηκε την ίδια στιγμή που ολοκλήρωνες κάποιους υπολογισμούς.
«Ξέρω ποιο είναι το μυστικό που κρατιόνταν κλειδωμένο στο Σαρόκκο Φροσί» της είπες χαμογελώντας, ξετυλίγοντας το σεντόνι από το πρωινό κορμί της.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ακουστήκαν απ’ έξω οι φωνές του Παγκράτη ανακατεμένες με κραυγές από πάπιες και χήνες. Σου φάνηκε σαν να προσπαθούσαν όλες να διώξουν κάποιον παρείσακτο εισβολέα από την επικράτειά τους. Από τις κλειστές γρίλιες της σάλας φαίνονταν δυο μαυροφορεμένοι τύποι που έσπρωχναν τον Φώτη που προσπαθούσε να τους κλείσει το δρόμο προς την βίλα της Μπενεφιτσέντζα. Του έστριψαν το χέρι και του πέρασαν χειροπέδες καθηλώνοντάς τον στο χώμα λίγα μέτρα πριν από την σκάλα. Μάταια τους απειλούσε από μακριά η κυρα-Μαρίνα κραδαίνοντας μια σκούπα.
Έσπρωξες τη Φρόσω προς το κρυφό δωμάτιο όσο αυτή προσπαθούσε να ξανατυλίξει το σώμα της με το σεντόνι. Πρόλαβες να πετάξεις μέσα στο δωμάτιο το κλειδί με το οικόσημο με τις αλεπούδες και να κλείσεις την κρυφή πόρτα, λίγα δευτερόλεπτα πριν σπάσουν την είσοδο και εισβάλουν οι μαυροντυμένοι στο σαλόνι με τα ενθύμια των πλοίων, κραδαίνοντας στα χέρια τους πιστόλια. Σήκωσες τα χέρια ψηλά, σου φάνηκε μάταιη κάθε προσπάθεια να αντισταθείς και η άλλη έξοδος, στο ισόγειο, φαινόταν πλέον πολύ μακριά για να αποδράσεις. Σου πέρασαν χειροπέδες και μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι. Σε κατέβασαν από την σκάλα σηκωτό την στιγμή που φρενάριζαν απότομα πάνω στα χαλίκια του δρόμου που κατέληγε στη βίλα δυο βαριά οχήματα. Μετά ακουστήκαν τα ποδοβολητά κάποιων που ανέβαιναν τα σκαλιά βρίζοντας. Την στιγμή που σε πέταγαν μέσα σε ένα από τα οχήματα, ακούστηκε η στριγκλιά της Μαρίνας και οι φωνές διαμαρτυρίας του Φώτη, πριν αυτές χαμηλώσουν πίσω από τις βαριές ηχομονωτικές πόρτες του άλλου οχήματος που έκλεισαν απότομα. Μετά από αυτό τίποτα, πλήρες σκότος και ησυχία. Ίσως ένα τσίμπημα βελόνας στο μπράτσο σου να είναι το τελευταίο πράγμα που θα θυμάσαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου