Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Κεφ. 12 Η συναισθηματική νοημοσύνη της Άνοιξης


Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
19/4/2005, Κέρκυρα

Σε ξύπνησε τα χαράματα το έντονο άρωμα της λεβάντας που χρησιμοποίησε ο κουρέας τελειώνοντας το έργο του. Έμεινε καρφωμένο πάνω σου και μετά το πρωινό ντους που είπες να κάνεις μπας και φύγει. Δεν θέλεις απάνω σου αρώματα και κολόνιες από μικρός, από τότε που προσπαθούσε να σε κάνει να μοσχοβολήσεις η μάνα σου με εκείνο το πράσινο αρωματικό σαπούνι της Μασσαλίας. Δεν ήθελες να μυρίζεις τότε, έλεγες πως οι μυρουδιές ήταν για τα κορίτσια, έτσι είχατε καταλήξει ομόφωνα εσύ και η αγορίστική παρέα σου, μετά από την μεγάλη σύσκεψη που είχε αυτό το θέμα στην ημερήσια διάταξη και που είχε λάβει χώρα σε ολομέλεια στην κρυψώνα σας στο παλιό καρνάγιο στο Γαλαξίδι. Στη λίστα με τα απαγορευμένα αρώματα είχες συμπληρώσει αργότερα μόνος σου και το κλάμα, που επιτρεπόταν από τον πατέρα σου μόνο στο ειδικό σκοτεινό δωμάτιο δίπλα στην αποθήκη με τα σύνεργά του στην αυλή, το κλαυτήριο όπως το είχατε ονομάσει, και που έπρεπε να παραμένει αποκλειστικά κοριτσίστικό συναισθηματικό ξέσπασμα. Αργότερα συμπλήρωσες στην λίστα σου και την χλεύη των κοριτσίστικών συζητήσεων πήγαινε-έλα, όπως στο νυφοπάζαρο στο Γαλαξίδι, που σχεδόν πάντα έκαναν την διαδρομή ανάμεσα στην σχέση των συναισθημάτων μέχρι τα συναισθήματα των σχέσεων, και άντε πάλι πίσω από την αρχή.
Έξω η άνοιξη δεν φαίνεται να έχει κάποια παρόμοια λίστα. Μόλις άνοιξες τα σκούρα για να αεριστεί η σάλα με τα ενθύμια των παροπλισμένων καραβιών του Αγγλικού στόλου, εισέβαλαν μέσα όλα της τα συναισθήματα με όλα τα χρώματα ανακατεμένα με την πρωινή δροσιά, και όλα της τα αρώματα. Σου φάνηκε ότι με όλα αυτά τα χρώματα και τα αρώματα τόνιζε την αυτό-επίγνωση του εφήμερου της ύπαρξής της, υπογραμμίζοντας κατάλληλα κάθε της προσπάθειά να παρακινήσει την ενσυναίσθηση στην επικοινωνία της με κάθε ζωντανό όν. Στον καναπέ η Φρόσω συνέχιζε κάποια πρωινά της όνειρα που την έκαναν να χαμογελάει. Έκλεισες χωρίς θόρυβο την εξώπορτα έχοντας ένα μπούκωμα στο λαιμό και αποφάσισες να περιηγηθείς ανάμεσά τους.
Ξαπλώνεις στο κατάλευκο λιβάδι με τα χαμομήλια, που μοιάζει σαν να το έβαψε χθες και αυτό η ασβεστόβουρτσα του Παγκράτη. Πάνω τους η κόκκινη μοτοσικλέτα σου έχει γύρει για να ξεκουραστεί. Κλείνεις τα μάτια κάτω από τον καταγάλανο ουρανό για να αισθανθείς, να καταλάβεις τι είναι αυτό εκεί μέσα που σε μπουκώνει και δεν σε αφήνει να μιλήσεις για όλα αυτά που νιώθεις σε αυτό το κορίτσι που φαίνεται ότι πάντα ήταν εκεί για να σε ακούσει ενώ εσύ δεν ήσουν.
Πάντα ήθελες, όπως και εγώ άλλωστε, να έχεις μια καλή εικόνα για τον εαυτό σου. Να νιώθεις καλός, δυνατός, ωραίος. Θα θυσίαζες τα πάντα για να γινόσουν αυτός που θα ‘θελες να είσαι και για να εξαφανιστεί αυτό το μπούκωμα που σου κάθεται στον λαιμό αντανακλώντας σε ένα καθρέφτη μέσα σου την εικόνα του κακού του αδύναμου και του άσχημου. Πάντα προσπαθούσες όπως και εγώ άλλωστε, με σκέψεις, λόγια και πράξεις να δημιουργήσεις μια θετική ισορροπία. Τα εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματα που την ανατρέπουν τα απωθούσες από το πεδίο της συνείδησής σου, προσπαθούσες να γνωρίζεις να καταλαβαίνεις και να πιστεύεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να ενισχύεται η εξιδανικευμένη εικόνα που χρειάζεσαι για τον εαυτό σου, σαν ένα παιχνίδι που το γνωρίζω και εγώ τόσο καλά. Δικαιολογούσες κάθε φορά την κατάστασή σου επιρρίπτοντας τις ευθύνες στο περιβάλλον. Μοιάζουμε και σε αυτό. Απέδιδες την ανασφάλεια σου στην επιθετικότητα των άλλων, την αποτυχία σου στις αντιξοότητες, την απομόνωση, στην απόρριψη και στις εξωτερικές απειλές. Νάξερες πόσο σε καταλαβαίνω.
Ξαπλωμένος στο λιβάδι θα πρέπει να αντιλαμβάνεσαι ότι η ψυχή σου πλαστουργεί παράλογα ερείσματα επιβίωσης μέσα στις καθημερινές σου συνθήκες, που λες ότι και αυτές έχουν συνομωτήσει με τις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος και σε εξουθενώνουν. Για να ζήσεις θα χρειαστεί να φτιάξεις αλήθειες που θα σε στηρίζουν, έστω κι αν χρειαστεί συνειδητά να μυθολογήσεις. Λες πως πρέπει με κάθε θυσία να διασώσεις την αυτοπεποίθησή σου. Δεν γνωρίζεις όμως τι είναι αυτό που θα πρέπει να θυσιάσεις και σε πιο βωμό. Με τα χέρια περασμένα πίσω από το κεφάλι σαν μαξιλάρι πάνω στο λευκό λιβάδι προσπαθείς να αναδιαρθρώσεις ανεπιτυχώς το παζλ των εσωτερικών σου δυναμικών. Εξαντλείσαι στην ανίχνευση, την κατανόηση και τον έλεγχο των συντεταγμένων που σε προσδιορίζουν. Όλες οι προσπάθειες υπογραμμίζουν την αδυναμία σου, ακόμη και αυτή η απλή διάγνωση των χαρισμάτων σου σε συνθλίβει. Φοβάσαι ότι θα παραμείνεις έγκλειστος σε αυτή την γνώριμη αίσθηση της οδύνης ότι θα στερεώσουν μόνιμα οι αγωνίες σου, μπλεγμένες στον ιστό της ακινησίας όλων αυτών των καταχωνιασμένων συναισθημάτων που βουίζουν σαν μέλισσες εκεί μέσα και σε μπουκώνουν. Και αυτή η οδύνη σε υποδουλώνει και σε ωθεί σε περίτεχνες, αυτό-ερμηνευτικές ταχυδακτυλουργίες. Οι αδυναμίες σου όμως σε καταδιώκουν, αναδύονται συνεχώς και επίμονα για να διαλύσουν τα όποια ψήγματα αυτοεκτίμησης σου απέμειναν.
Σηκώνεσαι εξουθενωμένος, τρεκλίζεις μέχρι το ασβεστωμένο πηγάδι και τραβάς νερό με τον κουβά για να ξεπλύνεις την μυρωδιά των χαμομηλιών που νότισε πάνω σου παίρνοντας την θέση της λεβάντας. Το μπούκωμα παρέμεινε.

Δεν θα μπορούσες να ξέρεις ότι εκείνη την ίδια στιγμή ήσουν ξαπλωμένος κάνοντας αυτές τις σκέψεις πάνω και στο ζωγραφισμένο καμβά με τις λευκές μαργαρίτες που είχε ζωγραφίσει η Φρόσω, λίγο πριν αυτή ανοίξει τα μάτια της για να σε αναζητήσει, έτοιμη να αγαπηθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου